ένα τέτοιο καίριο σημείο, όπου ο τρόπος και ο χαρακτήρας με τον οποίο θα αντιδράσουμε στις προκλήσεις που μας τίθενται, δύναται να προσδιορίσει όλη την επόμενη ιστορική περίοδο. Και πράγματι, οι προκλήσεις είναι αρκετές.
Τον τελευταίο χρόνο, η Ελλάδα, όπως ολόκληρος ο πλανήτης, βρίσκεται υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» μιας τεράστιας κρίσης δημόσιας υγείας, η οποία ακούει στο όνομα «κορονοϊός». Οι θυσίες στις οποίες έχει προβεί η ελληνική κοινωνία προκειμένου να περιοριστεί αυτός ο ιός είναι αρκετές, ξεπερνώντας συχνά τις δυνάμεις της. Παράλληλα, η οικονομία, ήδη «χτυπημένη» απ’ τη 10ετή κρίση, δέχεται συνεχή πλήγματα, εξαιτίας και των περιοριστικών μέτρων που έχουν επιβληθεί. Στην αντίπερα όχθη, οι εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εξαιτίας των εκβιασμών της γείτονος Τουρκίας, αλλά και η μόνιμη πρόκληση του μεταναστευτικού, διαμορφώνουν μία εκρηκτική πραγματικότητα.
Κι ενώ τα παραπάνω αποτελούν μονάχα μερικά από τα ζητήματα που χρήζουν αντιμετώπισης, με σύνεση και νηφαλιότητα, από το σύνολο της κοινωνίας, αυτά όχι μόνο δεν κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, αλλά υποβαθμίζονται, με την πολιτική ατζέντα να περιλαμβάνει διαμάχες γύρω από τις υποθέσεις του Κουφοντίνα, του Λιγνάδη, και λοιπά θέματα, τα οποία, όπως άλλωστε διαφαίνεται από τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων, καθίστανται ικανά, στον βωμό μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, να διχάσουν την κοινωνία στο σύνολό της, δημιουργώντας εντάσεις και “εστίες ανομίας”. Διότι, φαινομενικά μικρά στην αρχή γεγονότα, μπορούν να έχουν κολοσσιαίες συνέπειες. Και στην Ελλάδα τις γνωρίζουμε πολύ καλά.
Είναι σαν να παρατηρούμε ένα εκκρεμές. Όταν αυτό κινηθεί στο ένα άκρο, λόγω της πίεσης που δέχεται, στο πλαίσιο της “δαιμονοποίησης” ορισμένων απόψεων, τότε είναι βέβαιο πως θα υπάρξει αντίδραση, προκειμένου να ισορροπήσει. Όταν στη συλλογική συνείδηση, η βία διαμορφώνεται ως μία αποδεκτή μορφή έκφρασης, τότε είναι δεδομένο πως θα υπάρξει απάντηση, η οποία θα κινείται στην κατεύθυνση της καταστολής τέτοιων κινήσεων, η οποία πολλές φορές ξεφεύγει του επιτρεπτού. Ακόμα περισσότερο δε, όταν αφορά ζητήματα, όπως για παράδειγμα η συμπαράσταση και η στήριξη στα αιτήματα ενός δολοφόνου, από κόμματα και οργανώσεις, τα οποία στρέφονται κατά των δημοκρατικών θεσμών, ενώ παρουσιάζονται ως προστάτες αυτών.
Αναμφισβήτητα, φαινόμενα αστυνομικής αυθαιρεσίας σίγουρα υπάρχουν. Υπάρχουν όμως και ακραίες ομάδες της Αριστεράς, οι οποίες εκφράζουν ακραίες αντιλήψεις και εφαρμόζουν ακραίες πρακτικές, τις οποίες βιώνουμε καθημερινά, τη στιγμή μάλιστα που υπονομεύονται τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Αυτό λοιπόν που βλέπουμε σήμερα δεν είναι τίποτα παραπάνω από τη μετατόπιση του εκκρεμούς, με την κοινή λογική να αποκλείεται και όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις να αποπροσανατολίζονται από αυτό που πραγματικά διακυβεύεται, που φυσικά δεν είναι παρά η εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, η αντιμετώπιση των προκλήσεων που τίθενται εμπρός μας και η απαλλαγή από τον ιό, με τους παραπάνω φορείς μετάδοσης να παρατείνουν τα μέτρα που επιδεινώνουν την κατάσταση της οικονομίας.
Σε αυτό λοιπόν το σημείο, όπου φαινόμαστε αποφασισμένοι σαν κοινωνία να “βάλουμε τέλος” και να εγκαταλείψουμε με τη θέλησή μας όσα πραγματικά έχουν σημασία για το μέλλον μας, και η Διχόνοια, η οποία «βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή...», είναι για ακόμα μια φορά έτοιμη να δημιουργήσει “τερατογεννέσεις”, πρέπει να “διαβάσουμε” το θαύμα που πέτυχαμε 200 χρόνια πριν. Να το “διαβάσουμε” συνειδητοποιώντας τα λάθη μας, να δούμε τις αρνητικές πλευρές που ανέδειξε ο ελεύθερος βίος δύο περίπου αιώνων ελληνικού κράτους, τους εθνικούς διχασμούς, τις εμφύλιες συρράξεις και διαιρέσεις που καθυστέρησαν και ανέστειλαν την πρόοδο και ανάπτυξη της χώρας. Αντίθετες απόψεις υπάρχουν και είναι κάτι απολύτως θεμιτό σε μια Δημοκρατία! Όμως άσχετα με τις ιδέες που γαλουχηθήκαμε, ο καθένας από εμάς ξεχωριστά, στα θρανία και τα έδρανα του χθες, σήμερα, η επιβίωσή μας περνά μέσα από τη διαμόρφωση μιας μακροχρόνιας στρατηγικής. Μόνο αν συνειδητοποιήσουμε τις δυσκολίες που μας περιμένουν, θα έχουμε πιθανότητες να ξεπεράσουμε τις προκλήσεις του μέλλοντος. Και τότε ίσως να πάψουμε να φερόμαστε σαν «ιδανικοί αυτόχειρες».
Από τον Αναστάσιο Καραχριστιανίδη*
* Ο Αναστάσιος Καραχριστιανίδης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Λευκωσίας