πάνω στον αυθορμητισμό και τον αυτοσχεδιασμό της στιγμής από ορισμένους που άφησαν εποχή με τα καμώματά τους και που έκαμναν όλες τις μέρες να παραληρεί το χωριό ολόκληρο και όχι μόνο. Μια Αποκριά χωρίς φαλλικά στοιχεία, χωρίς αισχρότητες και προσβολές προσώπων, θεσμών ή καταστάσεων. Γνησιότητα, αυθορμητισμός, εξωτερίκεψη του πηγαίου ήταν τα στοιχεία που συνέθεταν το Θανατιώτικο καρναβάλι. Ένα καρναβάλι που θα το ζήλευαν Τύρναβοι, Ρία ή Αντίρρια! Κι όλο το χωριό καρτερούσε να εμφανιστούν ο γερο Μπλίτσιος, ο Ζακατιάρης, ο Τσιάκος, ο Ζαρκαδής, ο Κρίνας, ο Λάκης Αδαμούλης. Τα βαρειά χαρτιά όμως αδιαφιλονίκητα ήταν οι αδελφοί Λυγγέρη, Γιώργος και Βασίλης!
Για τη Θανατιώτικη παραδοσιακή Αποκριά έχω ήδη γράψει μια εκτενή και λεπτομερή αναφορά. Απομένει εδώ να υπενθυμίσω τα διαβόητα «λουγκατζιάρια». Η λέξη δύσκολα προφέρεται από τους μη Θανατιώτες ή ευρύτερα από τους μη Αγιώτες, και μας παραδόθηκε πάππου προς πάππου ακριβώς έτσι, και έτσι είμαστε υποχρεωμένοι απ’ την παράδοση να την κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας. Ετυμολογικά σχετίζεται άμεσα με τα Ρογκουτσάρια ή Ραγκοτσάρια, όπως τα λένε σε Καστοριά, Κοζάνη ή και αλλού. Σε μας η ίδια λέξη έγινε Λουγκατζιάρια. Κανονικά Ρογκατσάρια. Έχοντας όμως υπόψη την ντόπια προσφορά φωνηέντων και συμφώνων, καθώς και το γεγονός ότι τα δύο υγρά σύμφωνα λ και ρ μπορούν μέσα στη λέξη ν’ ανταλλάσσονται σχετικά εύκολα (π.χ. Βούλγαρος-Βούργαρος, αδελφός-αδερφός, Αλβανός-Αρβανίτης ή ακόμα στα νήπια παρατηρούμε το νερό να γίνεται νελό ή το ρολόϊ-λολόϊ, κ.λπ.), καταλαβαίνουμε τότε γιατί κατέληξε η λέξη αυτή να πάρει τη μορφή λουγκα-τζιάρι-λουγκατζιάρια!
Ετυμολογικά, λοιπόν, προέρχεται από το Λατινικό ρήμα rogo που σημαίνει: ζητώ, απαιτώ, ζητιανεύω (ανάλογα με τη σύνταξη έχει και τη σημασία: ζητώ να μάθω ή ρωτώ). Και πιο συγκεκριμένα παράγεται από το Σουπίνο του ρήματος rogo, που είναι rogatum, με την προσθήκη της Βυζαντινής κατάληξης -άριον, -άρι. Έτσι έγινε rogatarium-ρογκατάριον-ρογκατάρι-λογκατσάρι-λουγκατζιάρι (-ια) στη Θανατιώτικη ντοπιολαλιά. Επιπλέον πρέπει να επισημανθεί και τούτο: Το ρήμα ζητώ ο Θανατιώτης το έλεγε και ζητιανεύω, χαλεύω, διακονεύω! Και οι ζήτουλες, οι ζητιάνοι στη γλώσσας μας λέγονται και διακονιαραίοι!
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω και επειδή απ’ την Κυριακή των Απόκρεω μέχρι και την Κυριακή της Τυρηνής στο χωριό μας υπήρχε έθιμο να κερνούν χαλβά οι αρραβωνιασμένοι στα σπίτια τους, ο κόσμος ντυνόταν ζητιάνοι διακονιαραίοι, δηλαδή λουγκατζιάρια και έτρεχαν από πόρτα σε πόρτα για το κέρασμα! Αυτή είναι η απαρχή του θεσμού. Και το καρναβάλι στο χωριό γνώριζε την αποθέωση την Κυριακή της Τυρηνής και την Καθαρά Δευτέρα! Ήταν για μας κάτι το ξεχωριστό, το πηγαίο, το μοναδικό κι ανεπανάληπτο. Άλλοι καιροί βέβαια, άλλα ήθη.
Στην κορύφωση δηλαδή του ξεφαντώματος το βράδυ της Κυριακής σε κάθε γειτονιά του χωριού, με πρωτεργάτες τους έφηβους και με τη συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των γειτόνων άναβαν μεγάλες φωτιές σε καθορισμένο σημείο καίγοντας κέδρα που είχαν μαζέψει από το δάσος ή είχαν κλέψει από άλλες γειτονιές. Η κλοπή αυτή θεωρούνταν δείγμα παλικαριάς, που σκόρπιζε παντού την αποδοχή και τον θαυμασμό. Σπάνια μπορεί κανείς να συναντήσει τον μοναδικό και ανεπανάληπτο αυτόν συνδυασμό γνησίως ειδωλολατρικών στοιχείων με τη χριστιανική παράδοση. Το βράδυ της Κυριακής μέχρι το ξημέρωμα της Καθαράς Δευτέρας σύσσωμο το χωριό έκαιγε το σάπιο πλέον Διονυσιακό στοιχείο για να υποδεχθεί με τον ερχομό της άνοιξης το υγιές Απολλώνιο.
Σήμερα ακούς να καίνε βασιλιάδες καρνάβαλους, να φορούν πλαστικές μάσκες (φτάνουν πια οι μάσκες) ή να υποδύονται ρόλους που ουσιαστικά αγνοούν τον σκοπό τους. Παλιότερα το κάθε πράγμα είχε τη σημασία του και την αξία του. Αυτά ως την Καθαρά Δευτέρα το πρωί, όπου και πάλι παιζόταν στους δρόμους του χωριού το κύκνειο άσμα του καρναβαλιού. Στη συνέχεια όμως οι κάτοικοι επιδιδόταν στις δουλειές τους και μόνο. Έκαστος εφ’ ω ετάχθη. Οι Θανατιώτες, όπως ήξεραν να διασκεδάζουν αγνά, έτσι ήξεραν και να δουλεύουν τίμια.
Ήταν η Αποκριά που κληρονομήσαμε απ’ τους πατεράδες μας, οι οποίοι βγήκαν μέσα απ’ τη ματωμένη Αποκριά της κατοχής και του Εμφυλίου. Εμείς, θέλω να ξέρω, ποια Αποκριά παραδίδουμε στα παιδιά μας…Για την ομάδα Ιστορικής Έρευνας Αγιάς
«Δημήτρης Αγραφιώτης»
Οδυσσέας Βάιου Τσιντζιράκος