Ο Βασίλης διπλοκουκουλωμένος με μια τριμμένη κουβέρτα, προσπαθούσε να ζεσταθεί, εκεί σε ένα υπόστεγο στον σιδηροδρομικό σταθμό.
Με τα μάτια ανοιχτά παρακολουθούσε τις νιφάδες του χιονιού να πέφτουν και να μπαίνουν και στο υπόστεγο. Σηκώθηκε, εκεί πιο πέρα είχε δει από μέρες ένα νάιλον πεταμένο, θα το έβρισκε όμως τώρα; Το χιόνι τα είχε σκεπάσει όλα.
Για καλή του τύχη το βρήκε και αφού τίναξε το χιόνι, το κρέμασε μπροστά στο υπόστεγο, για να εμποδίσει το χιόνι να μπαίνει μέσα.
Ξανακουκουλώθηκε. Βέβαια, ήταν ωραία τώρα, αισθάνθηκε… άρχοντας. Κόντευε μεσημέρι, είχε αρχίσει να πεινάει λίγο και η κυρία Αργυρώ εκείνη την ημέρα, άργησε λιγάκι.
Η κυρία Αργυρώ ήταν μια καλοκάγαθη, πονόψυχη γυναίκα κι όπου έβλεπε φτώχεια και δυστυχία, έτρεχε να βοηθήσει… Γνωρίστηκαν πριν λίγο καιρό. Γυρνούσε από κάποιο ταξίδι και ο Βασίλης της ζήτησε βοήθεια. Η κυρία Αργυρώ του έπιασε την κουβέντα. Ο Βασίλης χωρίς καμία δυσκολία της αφηγήθηκε όλη την ιστορία της ζωής του. Εκείνη τον συμπόνεσε και του υποσχέθηκε πως κάθε μέρα θα του έφερνε μια μερίδα φαγητό, αφού ζούσε μόνιμα εκεί στον σταθμό, κι εκείνη έμενε κοντά.
Έτσι κι έγινε. Απ’ την άλλη ημέρα κιόλας, ο Βασίλης είχε στο υπόστεγο ένα πλαστικό κεσεδάκι με ότι μαγείρευε η κυρία Αργυρώ.
Αισθανόταν… ευτυχισμένος. Δεν ήταν λίγο να έχει έτοιμο το καθημερινό του φαγητό. Περνούσαν μέρες χωρίς να βάλει τίποτα στο στόμα του και έψαχνε στα σκουπίδια.
Ο Βασίλης καταγόταν από μια ευκατάστατη οικογένεια. Μορφώθηκε, καλοπερνούσε σαν μοναχοπαίδι που ήταν μέσα στην οικογένειά του, αλλά είχε ένα πάθος. Τον τζόγο.
Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, μέσα σε χαρτοπαιχτικές λέσχες. Οι γονείς του δεν είχαν ιδέα πού ξόδευε εκείνο το… σεβαστό χαρτζιλίκι που του έδινε ο πατέρας του και συνέχεια ζητούσε.
Κάποια στιγμή ένας γείτονάς τους το είπε πως ο γιος τους ήταν χαρτοπαίχτης.
Ο πατέρας θορυβήθηκε, η μάνα έκλαιγε και τραβούσε τα… μαλλιά της.
Ένα βράδυ αργά, που γύρισε ο Βασίλης απ’ την… έξοδό του, ο πατέρας του έριξε ένα χαστούκι και του τα έψαλε για καλά. Μα εκείνος δεν παραδέχτηκε τίποτα απ’ όλες αυτές τις κατηγορίες και η ζωή του δεν άλλαξε.
«Κάποτε, εμείς θα φύγουμε απ’ τη ζωή και θα μείνεις μόνος, αν συνεχίσεις θα παίξεις όλη την περιουσία που θα σου αφήσουμε στα χαρτιά και θα καταλήξεις στον… δρόμο».
Αυτά του είπε ο πατέρας του εκείνη την ημέρα κι όχι μόνο, ακολούθησαν κι άλλοι καυγάδες με τη μάνα να μπαίνει στη μέση για να ηρεμήσει τα πνεύματα.
Τα θυμήθηκε όλα αυτά ο Βασίλης την ημέρα που χιόνιζε, εκεί κουκουλωμένος στο υπόστεγο του σταθμού και τον πήραν τα κλάματα.
«Αχ βρε πατέρα, πού είσαι να δεις τον γιο σου, στον δρόμο έτσι όπως είχες μαντέψει…» ψιθύρισε.
Οι γονείς του έφυγαν απ’ τη ζωή πολύ γρήγορα. Έτσι θέλησε ο Θεός.
Κι ο Βασίλης… ελεύθερος πια, χωρίς κανέναν έλεγχο ξημεροβραδιαζόταν στα χαρτοπαίγνια.
Όλα τα περιουσιακά του στοιχεία τα… ακούμπησε στο τραπέζι του τζόγου. Ακόμη και το σπίτι που έμενε.
Και να τος τώρα με μια κουβέρτα και έναν σάκο με λίγα πράγματα απαραίτητα στο υπόστεγο του σταθμού.
Αυτές τις παγερές μέρες ο Δήμος της πόλης κάθε χρόνο, μάζευε τους άστεγους και τους στέγαζε σε μια αίθουσα που είχε γι’ αυτόν τον σκοπό. Όμως εκείνος δεν ήθελε να πάει μέσα σ’ αυτήν την… αγέλη των αστέγων.
Μέσα στη βαβούρα. Προτιμούσε το υπόστεγο μόνος του με το βάσανό του και τις σκέψεις του.
Το καλοκαίρι… μετακόμιζε, πήγαινε στην ακροποταμιά που είχε φτιάξει μια καλύβα από καλάμια και ζούσε… καλά. Έπιανε κανένα ψάρι με την πετονιά του έριχνε στο ποτάμι, πήγαινε και στο κέντρο της πόλης και ζητούσε τη βοήθεια των περαστικών και έτσι πορευόταν.
«Μόνο σου τη διάλεξες αυτή τη ζωή...» ψιθύριζε και οι περαστικοί τον περνούσαν για τρελό και έτρεχαν να απομακρυνθούν. Κάποιοι βέβαια σταματούσαν και του έριχναν ένα κέρμα στο κυπελάκι που κρατούσε και εξασφάλιζε ένα ψωμί και ίσως και λίγα φρούτα.
Ο χιονιάς δεν κράτησε πολύ, ξαναβγήκε ο ήλιος, έλιωσαν τα χιόνια και ο Βασίλης κυκλοφορούσε τώρα έξω άνετα.
Μια μέρα η κυρία Αργυρώ πήγε στο υπόστεγο με το φαγητό και δεν τον βρήκε εκεί.
Περίμενε για λίγο και νάτος εμφανίστηκε. Πήρε το φαγητό τη χιλιοευχαρίστησε όπως κάθε φορά, αλλά η Αργυρώ δεν έλεγε να φύγει.
Στεκόταν αμίλητη και τον κοίταζε. Κάποια στιγμή άνοιξε το στόμα της.
«Βασίλη… έχω να σου κάνω μια πρόταση. Στην αυλή του σπιτιού μου υπάρχει ένα καμαράκι που το χρησιμοποιώ σαν αποθήκη. Σκέφτηκα κάτι και το συζήτησα με τον άντρα μου. Θα το αδειάσω και θέλω να έρθεις να μείνεις εκεί, παρά να μένεις στο υπόστεγο του σταθμού.
Απ’ την ημέρα που μιλήσαμε και μου είπες κάποια πράγματα απ’ τη ζωή σου, σκέφτομαι πώς μπορώ να σε βοηθήσω, εκτός απ’ το φαγητό που σου φέρνω. Έλα Βασίλη να μείνεις στο καμαράκι, τουλάχιστον όσο κρατάει ο χειμώνας. Γιατί το καλοκαίρι απ’ ό,τι κατάλαβα σου αρέσει στην ακροποταμιά…».
Ο Βασίλης… γονάτισε, έκλαψε, της φίλησε τα χέρια…
«Ακόμη δεν χάθηκε η ανθρωπιά…» ψιθύρισε και σκούπισε τα δάκρυά του…