σφαγής Νάουσας- θυσία γυναικών στην Αράπιτσα) ξεσηκώθηκαν όχι το 1821 αλλά τον Φεβρ. 1822 και μετά;
Δηλαδή φέτος, τοπικά, έχουμε 199 χρόνια από τότε και όχι 200. Εντάξει, ο επετειακός εορτασμός θα είναι εναρμονισμένος με την υπόλοιπη Ελλάδα, όμως ας γνωρίζουμε τα γιατί και τα πώς.
Η εξέγερση στις 2 Μαΐου 1821 των 24 χωριών του Πηλίου με μπροστάρη τις Μηλιές και την πλούσια Μακρινίτσα κατέληξε σε ήττα από τον Μαχμούτ Δράμαλη και καταστροφή- λεηλασία της Μακρινίτσας στις 14 Μαΐου 1821, σφαγές, και οι αιχμάλωτες γυναίκες και παιδιά πουλήθηκαν παντού, ως τη Σιάτιστα (μαρτυρία Νικ. Κασομούλη). Η Αγιά Λάρισας πήγε να ξεσηκωθεί αλλά υπαναχώρησε (μια και ο αρματολός της Σελίτσιανης ήταν με τους Τούρκους) και γλίτωσε τα αντίποινα. Στα Τρίκαλα και Άγραφα οι καπεταναίοι που ξεσηκώθηκαν είχαν να αντιμετωπίσουν ισχυρή αντιπολίτευση από τον Τσολάκογλου προεστό της Ρεντίνας. Ο Στορνάρης (της Πύλης και Ασπροποτάμου) έκανε συνθήκη με τον πασά Ομέρ Βρυώνη και, σχετικά, φύλαξε την επαρχία του. Ο Κώστας Βελής την πλήρωσε με σύλληψη και αποκεφαλισμό, στην Πόλη. Οι Μπλαχαβαίοι (ο Θανάσης, ανιψιός του ήρωα παπά-Θύμνιου, ήταν τώρα αρματολός Χασίων) έκατσαν ήσυχοι.
Η επανάσταση, Ιούνιο 1821, της Χαλκιδικής -Μαντεμοχωρίων- Κασσάνδρας με τον Σερραίο Εμμανουήλ Παπά, κράτησε λίγο, ως τον Σεπτέμβριο και μετά κατεπνίγη από τον Λουμπούτ πασά της Θεσ/νίκης.
Στην Πελοπόννησο η επανάσταση (με πρωταγωνιστές Κολοκοτρώνη- Νικηταρά- Δ.Υψηλάντη κ.ά.) θέριευε και πολιορκούσαν την Τριπολιτσά.
Οι καπεταναίοι Ολύμπου -Πιερίας-Μακεδονίας: Λαζαίοι, Μπζιωταίοι, Τζαχειλαίοι, Κ. Διαμαντής, και άλλοι (των οποίων τα ονόματά μας είναι άγνωστα) συντάσσουν επιστολή προς την υποτυπώδη ηγεσία του αγώνα στα νησιά Σπέτσες -Ύδρα και στην Πελοπόννησο, ζητώντας βοήθεια για να ξεσηκωθούν. Δεν σώζεται το έγγραφο αυτό να γνωρίζουμε τι ακριβώς έγραψαν, αλλά υπόσχονταν ότι θα εξοπλίσουν ως και 20.000 άντρες (βλ. Ν. Κασομούλη, στον οποίο ανέθεσαν το 1821 να πάει τα γράμματα, με 15 άντρες, και να ζητήσει τη βοήθεια). Ο Κασομούλης ήταν ένας νέος Φιλικός 23-24 ετών από τη Σιάτιστα, απειροπόλεμος αλλά τίμιος και δραστήριος. Αυτός με καράβι πάει (Αύγουστο- Οκτ. 1821) μέσω Ύδρας στο Άργος και Τριπολιτσά, συναντάει πολλούς, από Λάζ. Κουντουριώτη (τους λέει ότι ο Όλυμπος δεν έδρασε όπως όλοι περίμεναν), Δημ. Υψηλάντη (τους έδωσε ένα λάβαρο μόνο), Θ. Κολοκοτρώνη (τους έδωσε 4 κανόνια μικρά από τα λάφυρα της Τριπολιτσάς που είχε πια καταληφθεί και πλιατσικολογηθεί), τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και άλλους. Τους ορίζουν ως Επίτροπο Μακεδονίας έναν Γρηγ. Σάλα (Ναξιώτη και άσχετο που μόνο μεγάλες στολές νοιάζονταν να ράψει στην Ύδρα).
Με τα κανόνια και μπαρούτι, μολύβι, τσακμακόπετρες κ.λπ. (από Σπέτσες- Ύδρα) και κάμποσους εθελοντές Γερμανούς ως και ο Θεόφιλος Καΐρης πήγε, με 2 καράβια ψαριανά, έφτασε αργοπορημένα, στις 22 Φεβρουαρίου 1822 στην παραλία του Κορινού Πιερίας. Οι καπεταναίοι σαν τον Διαμαντή Νικολάου ενθουσιάστηκαν και κάνουν κάλεσμα σε επαναστάτες, ο Καρατάσος και Ζαφειράκης ξεσήκωσαν τη Νάουσα. Ο Κολυνδρός γίνεται κέντρο για τους Έλληνες, κάπου 600 ένοπλοι, αλλά κάνουν πολλά λάθη που θα τα πληρώσουν. Οι Τούρκοι Κατερίνης μαζεύουν δυνάμεις Κονιάρων και Αρβανίτηδων, αλλά και από Λάρισα τους οποίους οι επαναστάτες αφήνουν να μπουν στον Κολυνδρό χωρίς ντουφεκιά. Έχουν κάπου 3-4.000 ένοπλους. Οι δυνάμεις του Λουμπούντ πασά Θεσ/νίκης έχουν ξεμπερδέψει με τη Χαλκιδική και κατευθύνονται στον κάμπο της Βέροιας -Νάουσας καίγοντας.
Στο Λιβάδι Ελασσόνας ή Ολύμπου, ο Επίσκοπος Λιβαδίου και Πέτρας σε μάζωξη στη Μονή Αγίας Τριάδος Λιβαδίου με καπεταναίους Τόλιο Λάζο, Γούλα Δράσκου, Σύρο του Βελβενδού κ.ά. κηρύττουν τον Μάρτιο 1822 επανάσταση. Όμως υπάρχει ισχυρή παράταξη προεστών στο Λιβάδι (κάτσε φρόνημα- μη πάθουμε) από τον Βλαχοθόδωρο ακόμα, φίλο του Αλή πασά που είχε σκοτώσει τον αρματολό Ελλασσόνας- Καμβουνίων Πάνο Τσιάρα για να πάρει τη θέση του.
Αυτοί φέρνουν 700 Τούρκους ένοπλους στο Μοναστήρι Λιβαδίου (απάτη το λέει ο Ν. Κασομούλης) που το καταλαμβάνουν, συνεννοημένα, και βγάζουν το Λιβάδι εκτός αγώνα. Οι Τόλιος Λάζος και Γούλας Δράσκου με τους 400 τους φεύγουν προς το απέναντι του Λιβαδίου χωριό Κοκκινοπλό όπου κερδίζουν και τους προεστούς, κατεβαίνουν καίνε το τουρκοχώρι Αυλές πλησίον του Σέλος (=Πύθιο) δίνουν μάχη και ανεβαίνουν πάλι. Οι Τούρκοι εισβάλλουν στο Κοκκινοπλό, καίνε το μισό, αρπάζουν τα ζώα και τροφές, μα δεν έκαναν σφαγή, ίσως γιατί διέφυγαν οι κάτοικοι. Η γραπτή μαρτυρία (ενθύμηση του 1822) του ηγουμένου της Μονής Σπαρμού Παρθένιου είναι σημαντική, για το Κοκκινοπλό και μετά (βλ.Μ.Μ. Παπαϊωάννου, 1940, σ.12). «...είστερον ευγήκε ν ο χατζί Μπεκήρ βουΐβονδας Ελασσόνας και ασκέρια του Ρουσήτ (=Χουρσίτ) πασιά εις το Λιβάδη και επήγαν στο Κοκκινόπούλον και έφυγαν η κλέπτε και οι Τούρκη έκαψαν το μισόν χοργιό μόνον ότι δεν εσκλάβοσαν ανθρόπους και απεκή επήγαν εις Μηλιάν (= Μηλιά Πιερίας)...ο Τόλιος το Λαζούλι έφηγεν με τον Διαμαντή και με άλλους αφού επολέμησαν, ετζακόθηκαν (=πολέμησαν) εις μοναστίρι Μακρυράχην (=Κολυνδρού) και εσκοτόθικαν πολή, Τούρκη. κε ούτως αφανίσθησαν η Χριστιανοί. εκλησήαις έκαψαν χορήα πολλά...».
Οι επαναστάτες έδωσαν μάχες στη Μηλιά, στον Κολυνδρό και στη Μακρυράχη. Αφήνοντας νεκρούς διαλύθηκαν και μία ομάδα με τον Κασομούλη, Θ. Καΐρη και άλλους ανέβηκαν στο Καταφύγι Πιερίας προς Μεταξάδες και κρυβόμενοι έφτασαν στη Μονή Αγίας Τριάδος Γιαννωτάς και μετά Δεσκάτη -Μεταίωρα- βουνά Ασπροποτάμου στον αρματολό Στορνάρη. Άλλη ομάδα με τον Γ. Σάλλα κ.ά. έφτασαν κι αυτοί εκεί. Καρατάσος και Διαμαντής κλείστηκαν στη Νάουσα με την τραγική κατάληξη αργότερα.
Στην περιοχή Ολύμπου έγιναν σφαγές και απογυμνώθηκε το μοναστήρι Πέτρας όπου ένας ιερέας σφάχτηκε στη λειτουργία. Οι κάτοικοι του Σέλους (Πύθιο) το εγκατέλειψαν. Ο Μπεκήρ βοεβόδας Ελασσόνας έσφαξε δυο προεστούς Καλογιάννη Σταμάτη και Λαναρή (Τσαριτσάνης) και Χατζηαναστάση Λιβαδίου, φυλάκησε ιερωμένους σαν τον Ιωνά (μαθηματικό) Σπαρμού, που ευτυχώς απελευθερώθηκε αργότερα. Άλλοι όπως ο Δεσπότης πέτρας κρύφτηκε. Έτσι έληξε η επανάσταση Ολύμπου 1822, και της Πιερίας -Μακεδονίας.
[*Νικόλαος Κασομούλης, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 1821-1833, Α’ τόμος, Χ,Κοσμαδάκη.
-Μ.Μ.Παπαϊωάννου, Ιστορικά σημειώματα της Μονής Σπαρμού, 1940, σ.12. και Κ.Σπανός, ΘΕΣΣΑΛΙΚΕΣ ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ, Β’ τόμ. 2014, 133-4].
Από τον Παύλο Λάλο, συνταξιούχο δημοσιογράφο - συγγραφέα