Ανατρέχοντας, λοιπόν, στην ιστορία των νεότερων χρόνων και, συγκεκριμένα, στις πρώτες δεκαετίες μετά την επανάσταση του ‘21, διαπιστώνει κανείς, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών ήταν, τότε, χριστιανοί ορθόδοξοι ως προς το θρήσκευμα, ενώ οι έννοιες Ελληνισμός και Ορθοδοξία, σχεδόν, ταυτίζονταν, εξ ου και προέκυψε η ελληνορθόδοξη παράδοση. Ακόμη και σήμερα, όμως, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, έστω και με εκπτώσεις, παραμένουν χριστιανοί ορθόδοξοι, αλλά, παράλληλα, αυξάνονται, με την πάροδο του χρόνου, οι, θρησκευτικά, αδιάφοροι και οι οπαδοί άλλων δογμάτων και, γι’ αυτό, έχει αρχίσει να χαλαρώνει ο συνεκτικός κρίκος, που εξασφάλιζε τη συνοχή των Ελλήνων. Έτσι το μοναδικό μέσο, που μπορεί να πετυχαίνει κάτι τέτοιο είναι το Σύνταγμα και οι νόμοι του Κράτους, που ισχύουν, ανεξαιρέτως, για όλους όσοι κατοικούν στην ελληνική επικράτεια.
Το Σύνταγμά μας, ωστόσο, μετά και τις κατά καιρούς αναθεωρήσεις του τάσσεται, μεν, υπέρ της ανεξιθρησκίας και υπέρ του να λατρεύει κανείς τον Θεό της αρεσκείας του αλλά, παράλληλα, αναφέρει, ότι επικρατούσα θρησκεία στη χώρα μας είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική. Αυτό σημαίνει, ότι η Ορθοδοξία αντιμετωπίζεται με έναν ξεχωριστό και ιδιαίτερο τρόπο, καίτοι υπάρχουν φωνές, που, εδώ και χρόνια, επιδιώκουν τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Σημαίνει, ακόμα, ότι ο ρόλος της Εκκλησίας, που απορρέει από μια τέτοια σχέση, είναι ιδιαίτερα σημαντικός και υπεύθυνος για τη λειτουργία της κοινωνίας και του δημόσιου βίου, πόσο μάλλον όταν ο κλήρος μισθοδοτείται από το Δημόσιο.
Η ειδική και ιδιαίτερη αυτή σχέση μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας οφείλεται όχι μόνο στο γεγονός, ότι η δεύτερη συνέβαλε και συμβάλλει στην ενότητα και στη συνοχή των Ελλήνων, μια που το κριτήριο του θρησκεύματος έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο σε κρίσιμες στιγμές του ιστορικού μας βίου των νεότερων χρόνων, αλλά και στο ότι όλες οι πτυχές της κοινωνικής, αλλά και της ηθικής ζωής στον τόπο μας είναι, έντονα, επηρεασμένες απ’ τη βιοθεωρία και τις συνήθειες των Ορθοδόξων. Πέραν τούτων και παρά τις επί μέρους ενστάσεις, η προσφορά της Εκκλησίας σε ακίνητα, σε τιμαλφή, σε χρήμα και σε αίμα στους αγώνες του Έθνους για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία ήταν, όντως, και παραμένει, ιδιαίτερα, σημαντική. Άλλωστε, και στα χρόνια της τουρκοκρατίας και στα μεταγενέστερα, αλλά, ιδίως, στα σημερινά η ελλαδική Εκκλησία είναι τόσο καλά οργανωμένη με τις Μητροπόλεις της, τις αδελφότητές της, τις ενορίες της, τα συσσίτιά της, τα οικοτροφεία της, τα πνευματικά της κέντρα, τα εκκλησιαστικά συμβούλια, τους ιερείς και τους επιτρόπους της, τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα περιοδικά της, οπότε, όταν το θέλει, μπορεί να κάνει θαύματα.
Αλλά και κατά την περίοδο της πανδημίας η ηγεσία της Εκκλησίας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και συνέβαλε με τον λόγο και τον τρόπο της στον, μέχρι τώρα, αγώνα για αντιμετώπιση της όλης κατάστασης. Αν, μάλιστα, εκμεταλλεύονταν αυτήν την ιδιαίτερη συνταγματική αντιμετώπιση και τις δυνατότητές της και, αντί να ακολουθεί ή να επικρίνει, κάποιες φορές, τα μέτρα της Πολιτείας καλύπτοντας άθελά της τις αντιδράσεις των αρνητών του ιού και των μέτρων, έβρισκε το θάρρος και την τόλμη να πρωτοστατεί σ’ αυτόν τον αγώνα και με δικές της προτάσεις και πρωτοβουλίες, τότε, και θα ενίσχυε, κατά την άποψή μου, ακόμα περισσότερο τη θέση της στην ελληνική κοινωνία και θα έκλεινε τα στόματα πολλών απ’ αυτούς, που την πολεμούν και θέλουν, πάση θυσία, ή να τη συρρικνώσουν ή να τη βάλουν στο περιθώριο.
Ως εκ τούτου, επειδή, τουλάχιστον σήμερα, υπάρχουν καλύτερες προϋποθέσεις, προκειμένου να λυθούν προβλήματα και να βελτιωθούν, περισσότερο, οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, πρέπει να συνεργάζονται στενά και να μη λειτουργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, χάριν όχι μόνο της αντιμετώπισης της πανδημίας, αλλά, κυρίως, χάριν της ενότητας και της προκοπής των Ελλήνων, που γιορτάζουμε, φέτος, τα διακόσια χρόνια απελευθέρωσή μας απ’ τον τουρκικό ζυγό. Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρό.
Από τον Κώστα Γιαννούλα