Όταν ήταν ξέμπαρκος την ώρα του την περνούσε στο μοναδικό καφενείο του νησιού. Σαν έκανε την εμφάνισή του όλοι οι συντοπίτες τον περικύκλωναν για να ακούσουν κάτι από τα ταξίδια του.
Ο καπετάν-Κωνσταντής ήταν ολιγόλογος, αλλά όταν επρόκειτο να μιλήσει για τα ταξίδια του, για τα λιμάνια όλου του κόσμου που είχε γυρίσει, τότε λυνόταν η γλώσσα του και σταματημό δεν είχε. Την αγαπούσε πολύ τη θάλασσα, στα δεκαπέντε του χρόνια μπαρκάρισε, με τον πατέρα του και δεν ξεκολλούσε από κοντά του όταν ο πατέρας ήταν στο τιμόνι.
Κάποια ημέρα ονειρευόταν να γίνει κι αυτός καπετάνιος στο δεύτερο μπάρκο που είχε η οικογένεια, όμοιος με τον πατέρα του, ατρόμητος και γενναίος. Και ήρθε αυτή η πολυπόθητη ημέρα. Εκείνο το «καπετάν-Κωνσταντή» που άκουγε απ’ το πλήρωμα, τον ανέβαζε στα σύννεφα. Μεγάλη του αγάπη λοιπόν η θάλασσα και η Λενιώ. Μια λυγερόκορμη νησιωτοπούλα, από ναυτική οικογένεια κι εκείνη. Την ερωτεύτηκε από πολύ μικρός, από τότε που πήγαιναν στα βράχια να ξεκολλήσουν κοχύλια και να πετάξουν πετραδάκια στη θάλασσα.
Το κύμα έσπαγε πότε ήρεμο και πότε αφρισμένο εκεί στα βράχια και τα παιδιά το χαίρονταν. Όταν μεγάλωσαν με τη συναίνεση και των δύο οικογενειών παντρεύτηκαν. Τα πρώτα χρόνια πριν αποκτήσουν παιδιά, η Λενιώ, η καπετάνισσα τώρα, ακολουθούσε τον άντρα της στα ταξίδια. Γνώρισε ωραίους τόπους, αλλά το νησί της δεν το άλλαζε με τίποτα. Όταν έμεινε έγκυος στο πρώτο της παιδί, μαζεύτηκε στο σπίτι της και ήταν ευτυχισμένη με την απόκτηση του γιου της του Νικόλα.
Σε τρία χρόνια ήρθε και το άλλο παιδί, αγόρι κι εκείνο, ο Γιώργης. Η Λενιώ τρισευτυχισμένη έμεινε στο νησί και μεγάλωνε τα παιδιά της. Ο καπετάν-Κωνσταντής τον πιο πολύ καιρό ταξίδευε, αλλά δεν έβλεπε την ώρα πότε θα γυρίσει στο νησί να χαρεί την ωραία του οικογένεια.
Όλα πήγαιναν καλά και τίποτα δεν προμήνυε κάτι κακό. Βέβαια ο άνθρωπος δεν πρέπει να επαφίεται στην ευτυχία του. Στο πίσω μέρος του μυαλού του, πρέπει να υπάρχει και το κακό. Η ζωή στήνει αόρατες παγίδες που δεν τις βλέπουμε και ένα ωραίο πρωί σε χτυπάει ένας... κεραυνός κατακέφαλα.
Και τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωναν και αγαπούσαν τη θάλασσα όπως και ο πατέρας τους. Δεν τους γέμιζε κανένα άλλο επάγγελμα.
Δεν έβλεπαν την ώρα πότε να μπαρκάρουν με τα άλλα δύο πλεούμενα που είχε η οικογένεια. Ο καπετάν-Κωνσταντής τους είχε εκπαιδεύσει καλά, πολλές φορές τους έπαιρνε μαζί του στα ταξίδια και κάποιες φορές τους άφηνε και το τιμόνι. Το χαίρονταν πολύ και φαντάζονταν τον εαυτό τους καραβοκύρη. Δεν άργησε να έρθει κι αυτή η ημέρα. Πρώτος μπαρκάρισε ο Νικόλας με το μπάρκο που είχε και τ’ όνομά του. Στο μουράγιο είχε μαζευτεί όλο το νησί, για το ξεπροβόδισμα και τις ευχές για «καλό ταξίδι στον καπετάν-Νικόλα», τώρα που ήταν το πρώτο του ταξίδι.
Όταν έπιασε το τιμόνι, μπαίνοντας στην καμπίνα του καπετάνιου και ξανοίχτηκε στη θάλασσα, ένιωσε απελευθερωμένος, σαν να είχε φτερά και πετούσε. Εκείνο το πρώτο ταξίδι ήταν για την Αλεξάνδρεια. Έπειτα ακολούθησαν και άλλα πολλά. Μετά από δύο χρόνια μπαρκάρισε και ο καπετάν-Γιώργης με το δικό του μπάρκο, που είχε κι αυτό το όνομά του.
Κάθε φορά που έβγαινε ένα πλοίο απ’ τον Τσαρσανά ο καπετάν-Κωνσταντής, του έδινε και το όνομα του παιδιού του. Έτσι είχαν και οι δυο το δικό τους καράβι και ένιωθαν περήφανοι καραβοκύρηδες. Πέρασαν κάποια χρόνια όμορφα, ξεπροβοδίσματα, καλωσορίσματα, γλέντια στο νησί, όταν έπιαναν πόρτο, γιατί πολλοί νέοι του νησιού μπαρκάριζαν με τα καράβια της οικογένειας του καπετάν-Κωνσταντή.
Όμως χαρές και λύπες συμβαδίζουν πιασμένες χέρι-χέρι. Η καπετάνισσα, η Λενιώ, είχε έναν φόβο μέσα της, όταν ξεπροβοδούσε στο λιμάνι τον άντρα της και τους γιους της.
Γυρνούσε στο σπίτι και γονάτιζε στα εικονίσματα και προσευχόταν στην Παναγία τη Γλυκοφιλούσα, που ήταν προστάτιδα του νησιού και στον Αη-Νικόλα.» «Φέρτους πίσω Παναγία μου», ψιθύριζε και απ’ τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα. Αλλά «Ανεξερεύνηται Αι Βουλαί Του Κυρίου»... Ήταν ένα μπουρινιασμένο χειμωνιάτικο πρωινό, όταν έφθασε το κακό μαντάτο στο νησί.
Ο καπετάν-Γιώργης ναυάγησε στα ανοιχτά του Αιγαίου, σε μια μεγάλη θαλασσοταραχή. Ο καπετάν-Κωνσταντής και ο καπετάν-Νικόλας ήταν ξέμπαρκοι εκείνον τον καιρό. Αναστατώθηκαν, τρελάθηκαν, κατέβηκαν στο καφενείο για να μάθουν περισσότερα. Αλλά δυστυχώς έτσι ήταν.
Το κακό μαντάτο το έφερε ένας καπετάνιος απ’ το διπλανό νησί που έπιασε πόρτο χαράματα. Η οικογένεια βυθίστηκε στη θλίψη και στο πένθος. Μετά από λίγες μέρες, όλο το πλήρωμα που σώθηκε απ’ το ναυάγιο, γύρισε στο νησί, αλλά ο Γιώργης πουθενά. Ούτε βρέθηκε το κουφάρι του.
Αυτό την καπετάνισσα την έδινε ζωή. Κάπου βαθιά μέσα της είχε μια ελπίδα, ότι ο γιος της ζούσε. Πέρασε ένας χρόνος περίπου απ’ την ημέρα της καταστροφής κι όμως η καπετάνισσα δεν φόρεσε μαύρα. Ο ιεράς του νησιού, ο παπα-Παύλος της έλεγε συχνά: «Έλα καπετάνισσα στην εκκλησία να κάνουμε ένα τρισάγιο για τον Γιώργη, έτσι θέλησε ο Θεός και δεν πειράζει που δεν φόρεσες τα μαύρα, ας λέγει ο κόσμος ό,τι θέλει».
Πράγματι, όλοι οι νησιώτες την περνούσαν για... τρελή, αλλά δεν ήταν έτσι, τα είχε τετρακόσια. Πέρασαν δύο χρόνια απ’ τον χαμό του Γιώργη. Ήταν Χριστούγεννα, μόλις είχαν γυρίσει απ’ την εκκλησία, ήταν μια θρησκευόμενη οικογένεια. Μαζεμένοι στη μεγάλη σάλα, περίμεναν την ψυχοκόρη, την Αγγελικώ, να τους σερβίρει την αστακόσουπα, όταν ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Σηκώθηκε η καπετάνισσα, άνοιξε... και μπροστά της στεκόταν ένα παλληκάρι... με μακριά γενειάδα... «Ορίστε τι θέλ...» και αμέσως μετά έβγαλε μια κραυγή που ακούστηκε σ’ όλο το νησί. «Γιώργη, παλληκάρι μου... τόξερα... τόξερα πως κάποια ημέρα θα ερχόσουνα».
Προχώρησαν στη μεγάλη σάλα, αναστάτωση, κλάματα, γέλια, χαμός. Η καπετάνισσα γονάτισε στα εικονίσματα. «Ευχαριστώ Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, γλυκοφιλούσα. Δόξα, χίλιες φορές Δόξα να έχετε. Αρκεί που ήρθε και είναι καλά, όλα τα άλλα θα τα μάθουμε, σίγουρα κάτι περίεργο έγινε, αλλά βοήθησες Παναγία μου και είναι πάλι κοντά μας...».
Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά, συγγραφέα