Πρωθυπουργός της χώρας προσήλθε προσδοκώντας τη λήψη κυρώσεων κατά της Τουρκίας λόγω της παραβατικής της συμπεριφοράς στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και της συμπεριφοράς της στην Κύπρο.
Φρούδες αποδείχτηκαν οι ελπίδες, καθότι άλλη μία φορά η Ε.Ε. έδειξε ότι ήταν και παραμένει ένας σχηματισμός ανίκανος να ανταποκριθεί στις μεγάλες προκλήσεις που κατά καιρούς εμφανίζονται στην Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια κοινότητα, αδυνατώντας να κάνει παρεμβάσεις ωφέλιμες, όχι μόνο για τα κράτη-μέλη, αλλά και το γενικό σύνολο.
Έτσι η γερμανική προεδρία τελειώνει με την επίδειξη εκ μέρους της μίας στάσης πολύ φιλοτουρκικής που χαρακτηρίζεται αφενός μεν από μία φραστική και μόνο καταδίκη των τουρκικών πεπραγμένων, αφετέρου δε από μία επίμονη αναβλητικότητα των όποιων κυρώσεων είχαν συμφωνηθεί στη σύνοδο του Οκτωβρίου. Διαφαίνεται επιπλέον για άλλη μία φορά, ότι τα εθνικά συμφέροντα των μελών κυριαρχούν έναντι της αλληλεγγύης στα λοιπά μέλη της Ένωσης. Αυτά ακριβώς τα συμφέροντα προσδιορίζουν και τη στάση και άλλων κρατών, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Μάλτα. Τα μεγάλα εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα, η έκθεση γερμανικών, ισπανικών και ιταλικών τραπεζών στην Τουρκία, καθώς και τα μεγάλα ποσά των οπλικών συστημάτων η παραγγελία των οποίων εκκρεμεί είναι αυτά που προσδιορίζουν τη στάση αυτών των κρατών.
Σκόπιμο κρίνεται επίσης να επισημανθεί η χαλαρότητα που επέδειξε η Γαλλία στη διαδικασία επιβολής κυρώσεων, που πιθανόν να καταδεικνύει και μία υποβόσκουσα δυσαρέσκεια για τη στάση της χώρας μας στο ζήτημα της αγοράς των φρεγατών BELHARRA. Αποδεικνύεται προσέτι πόσο βλαπτικό για τα ελληνικά συμφέροντα ήταν το γύρισμα της πλάτης στην ελληνογαλλική συμφωνία που ήταν έτοιμη να υπογραφεί τον Ιούλιο του 2019.
Όλα αυτά συμβαίνουν επειδή στην Ε.Ε. δεν υπάρχει ένα κοινό όραμα για το κοινό καλό όλων των μελών, αλλά πρωτείων στόχος είναι οι εξαγωγές και το ίδιον συμφέρον μόνο.
Τελικά στα συμπεράσματα της συνόδου αναφέρεται ότι η μεν επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία παραπέμπεται στη σύνοδο του Μαρτίου του 2021, το δε εμπάργκο όπλων που αιτήθηκε η χώρα μας παραπέμπεται στο ΝΑΤΟ. Επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά ο κυρίαρχος ρόλος των ΗΠΑ, καθότι ομολογείται ευθέως ότι η Ε.Ε. θα ζητήσει συνεργασία με τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ για τα θέματα που σχετίζονται με την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι ο Πρωθυπουργός επέστρεψε στη χώρα με άδεια χέρια, αλλά όπως πάντα ευχαριστημένος, ισχυριζόμενος το πρωτάκουστο, δηλαδή ότι η απειλή επιβολής κυρώσεων είναι πιο αποτελεσματική από τις ίδιες τις κυρώσεις.
Αναγκαία λοιπόν κρίνεται η πρώτη παραδοχή εκ μέρους της Ελλάδας, ότι βοήθεια για επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα μας από τη συμπεριφορά και τις διεκδικήσεις της Τουρκίας δεν μπορεί να υπάρξει στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όποιες διπλωματικές κινήσεις και αν έκανε η Ελλάδα αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές.
Σε ό,τι αφορά στο ΝΑΤΟ περίσσεψαν οι διαπιστώσεις του Γενικού Γραμματέα για το πόσο σπουδαία σύμμαχος είναι η Τουρκία και πόσο χρήσιμη για τη συμμαχία. Η τήρηση ίσων αποστάσεων από τις δύο χώρες για συναπτά έτη καταδεικνύει του λόγου το αληθές. Οι κρίσεις του 1974 και η κρίση των Ιμίων το 1996 το απέδειξαν απολύτως.
Παραδοχή δεύτερη. Λύση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ είναι ανέφικτη.
Μετά τα ανωτέρω δεν απομένει στην Ελλάδα παρά να στραφεί σε χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, όσο και σε κράτη-μέλη της Ε.Ε. που στηρίζουν τις ελληνικές θέσεις για σύναψη διακρατικών συμμαχιών. Χώρες τις οποίες διακρίνουν όμοια με τη χώρα μας στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα και που διακατέχονται αρνητικά στον επιδεικνυόμενο εκ μέρους της Τουρκίας επεκτατισμό και αναθεωρητισμό.
Υπενθυμίζεται και δεν πρέπει ασφαλώς να διαφεύγει της προσοχής κανενός Έλληνα πως του Α’ Βαλκανικού πολέμου, είχε προηγηθεί η μεγάλη συμμαχία Σερβίας, Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Ελλάδας. Μία συμμαχία που υπεγράφη παρά τις αντιρρήσεις των τότε μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και είχε τόσο σπουδαία για τη χώρα μας αποτελέσματα.
Τα όποια λάθη στρατηγικής και τακτικής για την αντιμετώπιση της Τουρκίας πρέπει να διορθωθούν άμεσα. Αυτό θα γίνει με την εκπόνηση ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης, το οποίο θα εκπονηθεί και θα συμφωνηθεί από το σύνολο των Πολιτικών, Διπλωματικών και Στρατιωτικών ηγεσιών της χώρας. Ένα σχέδιο που θα ενισχύει το αίσθημα αυτοπεποίθησης των πολιτών και θα είναι απόλυτα επιτυχές στην αποτροπή του πολέμου.
Από τον Θανάση Μπρισίμη, σμήναρχο ε.α.