Έθνους. Πρόεδρος είναι ο Δεσπότης Άρτας Πορφύριος και κάθεται επί θρόνου (είναι αυτός που δέκα περίπου μήνες πριν προκάλεσε την οργή του Κολοκοτρώνη και άκουσε από τον θρυλικό Γέρο, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «...και μη μου βροντάς εμένα, παπά, το πόδι, γιατί βροντώ το σπαθί και σου κόβω το κεφάλι...». Και σε ‘κείνη την περίπτωση ο Πορφύριος λειτουργούσε ως τσιράκι του Μαυροκορδάτου ρίχνοντας τη νόμιμη κυβέρνηση, για να ξαναφέρει τον Φαναριώτη στην εξουσία. Και να, τον έφερε...).
Γύρω από τον Δεσπότη οι «Κριτές». Κάποιοι αγράμματοι, άξεστοι και αδαείς «στρατηγοί», «χιλίαρχοι» και καπεταναίοι, όλοι τους υποτακτικοί του Μαυροκορδάτου. Έπιασαν τα στασίδια και περίμεναν. Μέσα στον ναό συγκεντρώθηκαν και λίγοι ακροατές κι ανάμεσά τους και κάποιοι – λίγοι υποστηρικτές του Καραϊσκάκη, όπως λ.χ. ο Κίτσος Τζαβέλας. Φυσικά παρόντες και οι απαραίτητοι ψευδομάρτυρες, με κυριότερο τον Κώστα Βουλπιώτη. Τα πάντα έχουν συντονιστεί από καιρό. Κι ο Μαυροκορδάτος έχει επενδύσει πάνω σε μια τέτοια σύνθεση. Οι κατηγορίες πολλές και δεινές. Ο Καραϊσκάκης πήγε με τους Τούρκους, πρόδωσε το Έθνος, θα φέρουν ατράνταχτες αποδείξεις οι μάρτυρες και ειδικά ο Βουλπιώτης! Τι διάολο, δε θα μπορέσουν να τον καταδικάσουν; Τόση προετοιμασία έχουν κάνει. Εξάλλου ήλπιζαν ότι η δίκη θα γίνει ερήμην του Καραϊσκάκη, διότι δεν πίστευαν ότι θα παρουσιαστεί ύστερα από τέτοιες κατηγορίες...
Τους απογοήτευσε όμως και τους ξάφνιασε. Ήρθε, παρά το ότι τον έκαιγε η αρρώστια του, και μάλιστα οπλισμένος σαν αστακός. Ο Κασομούλης που ήταν παρών μάς διέσωσε τα όσα ακολούθησαν. Ο Καραϊσκάκης προσκύνησε τις εικόνες και όπως στάθηκε στη μέση της εκκλησίας τους ρώτησε:
- Πέστε μου, ορθός να σταθώ ή να κάτσω;
- Κάτσε, γιατί είσαι άρρωστος...Του αποκρίθηκε ο Δεσπότης.
Του έδωσαν μάλιστα και προσκέφαλο και κάθισε κατάχαμα πάνω σ’ αυτό. Αμέσως ο Πορφύριος άρχισε να εξαπολύει τις κατηγορίες και τέλειωσε ως εξής: «...οι λόγοι σου και όλες οι πράξεις σου σε έφεραν ως το κριτήριο τούτο. Λοιπόν, τι απολογίαν έχεις εις όλας αυτάς τας κατηγορίας;».
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: Απ’ όλα αυτά που με κατηγοράνε είδηση δεν έχω... Το κριτήριο ας εξετάσει τον Βουλπιώτη, κι εγώ ό,τι και να πάθω απ’ τις μαρτυρίες του – και θάνατο και παλούκι – το δέχομαι μετά χαράς.
Πετάγεται ο έπαρχος Σούτσος και βεβαιώνει και προφορικά έχει ψεύτικο χαρτί που έγραφε ότι ο Καραϊσκάκης τούς είχε πει ότι ήρθε σε συνεννόηση με κάποιους πασάδες (ακούστηκαν και τα ονόματά τους) και ότι το Μεσολόγγι θα χαθεί. Ο Καραϊσκάκης γυρνάει τότε και ρωτάει τον Σούτσο:
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: Εγώ, μωρέ, σου τα είπα αυτά;
ΣΟΥΤΣΟΣ: Μάλιστα.
Εν συνεχεία πήρε τον λόγο ο Στουρνάρας δείχνοντας μάλλον ευνοϊκή διάθεση προς τον Καραϊσκάκη, αν και ήταν πολέμιός του. Ο Καραϊσκάκης τον κοίταξε με συμπάθεια. Ακολούθησε όμως έτερος «στρατοδίκης», ο Γρ. Λιακατάς που με τα λόγια του εξόργισε τον κατηγορούμενο, που άφησε την πίκρα του να ξεχειλίσει! Κρατήθηκε όμως και είπε:
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: Αν βάλετε θεμέλιο στα λόγια που λέω, εκατό ζωές να ‘χω, δεν γλιτώνω...
Αυτή του η τοποθέτηση έδωσε αφορμή, για να πάρει τον λόγο άλλος «στρατοδίκης», ο μεγαλοκοτζάμπασης της Ρούμελης Πάνος Γαλάνης (Μεγαπάνος).
ΜΕΓΑΠΑΝΟΣ: Βρε, ξέρουμε πως λες όλο λόγια. Μα γιατί τα λες;
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: Το’ χω χούι, κυρ Πάνο...
ΜΕΓΑΠΑΝΟΣ: Αμ γιατί να το ‘χεις χούι, που είσαι πια πενήντα χρονών; (42 ήταν τότε).
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: Αμ δεν μπορώ να το κόψω, κυρ Πάνο! Και συ δα είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γ.......ς! Και δεν μ’ ακούς...
Εδώ δεν μπορώ κι εγώ ν’ αποφύγω το εξής σχόλιο. Τη φράση αυτή ο πολέμαρχος την είπε μόνο και μόνο για να εξευτελίσει το σιχαμερό εκείνο δικαστήριο και να δώσει θάρρος στα παλικάρια του, όπως βέβαια και έγινε. Στο σημείο αυτό ο Κασομούλης θα παρατηρήσει: «Τούτο λέγοντας ο Καραϊσκάκης, εκτόπισαν τα γέλια όλοι και κριταί και λαός, και πήγαν πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος...».
Εν τέλει εκείνη τη μέρα το Κριτήριον διελύθη. Ο Μαυροκορδάτος όμως ύπουλα μεθόδευσε την εξορία του προδότου και ανθέλληνος Καραϊσκάκη. Φοβήθηκε τα παλικάρια του ήρωα και δεν τον καταδίκασε σε θάνατο περιμένοντας να πεθάνει απ’ την αρρώστια του.
Κι όταν ο Καραϊσκάκης κίνησε να φύγει με τους δικούς του και περνούσε έξω απ’ το σπίτι που έμενε ο Μαυροκορδάτος, σταμάτησε εκεί, και, παρά το ότι τον έκαιγε ο πυρετός, κρατήθηκε στα πόδια του και μπήκε μέσα. Ο Μαυροκορδάτος έκανε το τραπέζι στον Βολπιώτη και στους Κριτές. Τους είχε υποχρέωση τεράστια άλλωστε. Ο πολέμαρχος στάθηκε μπροστά τους αηδιασμένος και με πολλή οργή είπε στον Βολπιώτη:
- Φάγε, ωρέ Βολπιώτη, φάγε κι εσύ με τον πρίντζιπα και τους καπεταναίους, για να θανατώσεις τον Καραϊσκάκη.
Κι αμέσως φώναξε στον Μαυροκορδάτο:
- Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσία μού την έγραψες στο χαρτί, μα εγώ ελπίζω γρήγορα να σου τη γράψω στο κούτελο, για να φανεί ποιος είσαι... Έχετε γεια καπεταναίοι...
- Στο καλό, ώρα σου καλή..., του αποκρίθηκαν.
Για την ομάδα ιστορικής έρευνας «Δημ. Αγραφιώτη»
Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος