όνομά του και ήταν απαραίτητο (για λόγους ασφαλείας) να γνωρίζουν τις διαθέσεις του. Ό,τι όμως δεν μπορούσε να εξηγηθεί έπρεπε υποχρεωτικά να ανυψωθεί σε μια υπέρτατη θεότητα. Αυτή η εκλογή δεν υπήρξε τυχαία. Αν κάποιος μπορεί να ρίχνει τόσο νερό από τον ουρανό, σίγουρα μπορούσε μια μέρα να ξεχαστεί και να τους πνίξει. Ο φόβος υφίσταται στον βαθμό που κυριαρχεί η άγνοια, ενώ η εξουσία και ο έλεγχος υφίστανται στον βαθμό που κατέχουν (ή υποστηρίζουν ότι κατέχουν) τη γνώση και τις σωστές απαντήσεις. Δεν είναι τυχαίο που φοβόμαστε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι (δε βλέπουμε και συνεπώς δε γνωρίζουμε), ούτε αποτελεί σύμπτωση που οι περισσότεροι θαυμάζουν και διαδίδουν πράγματα που στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνουν. Δεν ήταν έτσι καθόλου δύσκολο να κατανοηθεί από ορισμένους ότι η αλήθεια δεν πρέπει να αποτελεί μια προσωπική υπόθεση: μια ατομική διαλεκτική. Κάτι τέτοιο θα ήταν απόλυτα καταστροφικό. Αν δεν τη γνωρίζει ένας Θεός, ή ένας τυφλός (!) μάντης (μέντιουμ) τότε ο κάτοχός της πρέπει να είναι τουλάχιστον ένα μεγαλοφυές πνεύμα, μια μοναδική αυθεντία με τεράστια αντιληπτική ικανότητα (υδροκέφαλος) και γνώση. Η ιστορία διαγράφεται έτσι με μια μάζα που φοβάται και «κοιμάται» αδιάκοπα (με ανοιχτά τα μάτια) και μια μειοψηφία που γνωρίζει και μπορεί να προβλέπει το μέλλον με τα μάτια κλειστά.
Αργότερα, όταν ο «κοινός» νους τους, πέρασε τις δύσκολες περιόδους της παιδικότητας (άγνοια, αδιαφορία) και της εφηβείας του (ταύτιση με πρότυπα), οι διευκρινιστικές ερωτήσεις άρχισαν τότε να ξεφεύγουν από το μυθικό πλαίσιο και αντλούσαν με ωριμότητα τα επιχειρήματά τους από την πραγματικότητα. Το άσχημο παρόν των ανθρώπων μπορούσε να αντιμετωπιστεί και να εφησυχαστεί μόνο με ένα καλύτερο μέλλον. Οι υπερ-βολικοί μύθοι μπορούσαν να αντικατασταθούν εξίσου τώρα από ωραία και εκλεπτυσμένα μυθιστορήματα ή ακόμα με μια φαντασιόπληκτη ποίηση. Αν δεν μπορούσες να ζήσεις τις επιθυμίες σου εκείνη τη στιγμή, τότε μπορούσες τουλάχιστον να τις ονειρευτείς μέσα από την τέχνη που σου προτείνανε. Η «δανεισμένη» γλώσσα του ονείρου αποτελεί μέχρι τις μέρες μας τη μεγαλύτερη κατασταλτική δύναμη. Γιατί κάθε εξουσιαστική προσπάθεια για ιδεολογικό έλεγχο, από την επινόηση θεοτήτων μέχρι την κανονιστική χρήση και την ιεραρχική δόμηση της γλώσσας (ανώτερη – κατώτερη, σωστή – λάθος χρήση), όπως άλλωστε και όλες οι παραλλαγές των μύθων μέσα στην ιστορία, έχουνε μια βασική αμετάβλητη δομή: ανακαλύπτουν (ξανασκεπάζουν) την κοινωνική πραγματικότητα προτείνοντας πάντοτε τη μοναδική και υπερβατική αλήθεια.
Σήμερα είσαι ελεύθερος να επιλέξεις τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι επιλογές σου είναι ήδη επιλεγμένες και περιορισμένες. Η κοινωνία είναι η μόνη αρμόδια να ορίσει το καλύτερο από το χειρότερο, την ποιότητα από τα σκουπίδια. Ο Shakespeare δεν ανήκε πάντοτε στην υψηλή λογοτεχνία. Απέκτησε αυτήν τη θέση, όταν θεωρήθηκε ότι οι ιδέες του συμπλέουν με την ιδεολογία της κοινωνίας. Η προσωπική επιλογή μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη γνώση και είναι πολύ πιθανό και σε ανεπιθύμητη σύγκρουση. Για να αντιμετωπιστεί το τελευταίο η ελευθερία ορίζεται με όρια και η ποιότητα περιγράφεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Αξίζει έτσι να διαβάζεις μόνο ό,τι θεωρείται «καλή», «μεγάλη», «κλασική» λογοτεχνία.
Αυτό που αμφισβητείται σήμερα δεν είναι η χρησιμότητά του «να ονειρεύεσαι», αλλά το περιεχόμενο και η προέλευση (ο πομπός) του ονείρου. Η πραγματικότητα της ζωής, το ξέρουμε (;) πλέον, δεν αντανακλάται αλλά κατασκευάζεται. Εάν αυτή η πραγματικότητα εδώ και αιώνες λειτουργεί ανασταλτικά για τις επιθυμίες των περισσότερων ανθρώπων μέσα από επιλεγμένες μεθόδους, τότε πρέπει αναγκαστικά να λειτουργεί ενισχυτικά για τις επιδιώξεις των κατασκευαστών της. Τα πράγματα δεν είναι σχετικά ως προς τη λειτουργία τους, αλλά ως προς τον τρόπο θέασης αυτής της λειτουργίας. Κάθε τι εξαρτάται από ποια θέση το βλέπεις στον χώρο και τον χρόνο. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ποιος επιλέγει αυτήν την οπτική γωνία κάθε φορά και για ποιον σκοπό. Η άποψη ότι στην ανθρώπινη σκέψη υπάρχουν όρια είναι το ίδιο κωμική με την άποψη ότι κάθε ερώτημα έχει μια μοναδική και ορθή απάντηση. Αν κάθε φωτογραφία γίνεται διαφορετική εάν αλλάξεις απλά και μόνο το κέντρο λήψης της, τότε κάθε άποψη είναι έγκυρη στον βαθμό που μελετά όλα τα πιθανά κέντρα θέασης για να καταλήξει σε αυτό που της ταιριάζει καλύτερα στο μάτι.
Από τον Τάσο Μπάρμπα, εκπαιδευτικό - ερευνητή