από τον κορονοϊό Θεσσαλονίκη, τα αυτονόητα ετέθησαν και πάλι υπό αμφισβήτηση, ίσως, μάλιστα, από τον μόνο πολιτικό πόλο που δεν θα έπρεπε να αμφισβητηθούν: τη σε μόνιμη περιδίνηση ευρισκόμενη «αριστερά». Τελικά, οι εθελοντικές πρωτοβουλίες είναι προς μίμηση ή προς αποφυγή; Αποτελούν τον «φερετζέ του νεοφιλελευθερισμού» ή τον υπονομεύουν; Κράτος και εθελοντικό κίνημα έχουν σχέσεις συναλληλίας ή υποταγής; Το πρώτο διευκολύνει την ανάπτυξη του δεύτερου ή το θυμάται σε στιγμές κρίσης του; Ειδικά στο τελευταίο ερώτημα την πιο εύγλωττη απάντηση έδωσε η ζώσα «κορονοκαθημερινότητα»: 230 γιατροί όλων των ειδικοτήτων εκδήλωσαν ενδιαφέρον (από τους Ιατρικούς Συλλόγους Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Λάρισας) την περασμένη εβδομάδα για να συνδράμουν εθελοντικά στην αντιμετώπιση της κατάστασης στα νοσοκομεία της χώρας. Η πολιτεία μπόρεσε να απορροφήσει μόλις 13 γιατί «η κρατική γραφειοκρατία απαιτούσε πλήρη απασχόληση και έπρεπε οπωσδήποτε να υπογράψουν σύμβαση»!
Καταρχάς ας αποπειραθούμε να διακρίνουμε τις έννοιες (εγχείρημα όχι εύκολο ακόμη και για όσους ασχολήθηκαν επιστημονικά με το θέμα). Η πράξη των ανωτέρω ιατρών και νοσοκόμων είναι απόδειξη έμπρακτης αλληλεγγύης. Προφανώς δεν κινείται σε δομημένο οργανωτικό πλαίσιο, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι η πολιτεία δεν έπρεπε να είχε διαμορφώσει τις συνθήκες για την αξιοποίηση των προσφερόμενων υπηρεσιών τους.
Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργός το περασμένο καλοκαίρι – με αφορμή την παγκόσμια ημέρα εθελοντή αιμοδότη – με παρόμοιες δηλώσεις κατέληγαν ότι «ο εθελοντισμός δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος στη χώρα μας». Στην ανωτέρω διαπίστωση, κάποιος θα μπορούσε να αντιλέξει: Καθημερινά, χιλιάδες μικρές πράξεις ανθρωπιάς και φροντίδας συμβάλλουν στον συνεκτικό ιστό της κοινωνίας μας. Διαδραματίζονται μέσα στην οικογένεια, στους χώρους εργασίας, στον κοινωνικό μας περίγυρο, ακόμα και στον δρόμο. Πράγματι, όλες οι ανωτέρω ενέργειες έχουν τη σημασία τους και διακρίνονται από την ελευθερία βούλησης των πρωταγωνιστών, δεν συνεξαρτώνται από ανταπόδοση και στοχεύουν στην κάλυψη αναγκών. Ωστόσο, δεν συνάδουν με την έννοια του «εθελοντισμού», καθόσον ο τελευταίος – τουλάχιστον όπως τον αντιλαμβάνονται χώρες με προδήλως μεγαλύτερη ανάπτυξη του θεσμού – στον πυρήνα του αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή εργασίας με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, εντός ενός διακριτού πλαισίου αξιών και με εμβέλεια που ξεπερνά την ατομική προσφορά σε μία δεδομένη στιγμή. Έχει σαφή οργανωτικά χαρακτηριστικά, συγκεκριμένο γνωστικό υπόβαθρο των συμμετεχόντων (π.χ. δεν μπορεί να εμφανίζεται κάποιος ως «διασώστης» άνευ σχετικής εκπαίδευσης ακόμη και εάν έχει κάθε καλή πρόθεση προς τούτου) και ο πυρήνας του εκφράζει στάση ζωής, την υπέρβαση της σχάσης ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό.
Πράγματι, τέτοιου είδους εθελοντικό κίνημα δεν έχουμε ιδιαίτερα διαδεδομένο στη χώρα. Ωστόσο, θα έπρεπε να είχαμε. Και τούτο θα έπρεπε να επιζητούσε κυρίως η αριστερά, από τη στιγμή που εθελοντισμός και νεοφιλελευθερισμός δύσκολα συνυπάρχουν στην πράξη. Ο πρώτος βρίσκεται εκτός κυρίαρχης μορφής εμπορεύματος και δεν συγκαθορίζεται από τους κανόνες της αγοράς. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει ότι περισσότεροι από 100 εκατομμύρια πολίτες της Ε.Ε. επενδύουν χρόνο, ταλέντο ή χρήμα για να συνεισφέρουν μέσα από δράσεις σε σχολεία, οργανώσεις νέων, ΜΚΟ, νοσοκομεία κλπ. Αυτό είναι ένα σημαντικό ποσοστό, περίπου το 22% του πληθυσμού της Ένωσης.
Στην Ελλάδα, οι εκάστοτε κυβερνήσεις, αντί να δημιουργήσουν ένα συγκροτημένο και διάφανο θεσμικό πλαίσιο για την υποβοήθηση του εθελοντισμού (πρωτίστως τη θεσμική θωράκισή του) επιδίωξαν και επιδιώκουν να τον ποδηγετήσουν. Η μαγική λέξη που κατέστρεψε κάθε σοβαρή προσπάθεια – και σε μεγάλο βαθμό «ενοχοποίησε» στα όμματα της κοινής γνώμης κοινωνικές πρωτοβουλίες – είναι η «χρηματοδότηση». Από τη στιγμή που ο πρωτόβουλος εθελοντισμός έγινε κρατικοδίαιτος, υπονομεύτηκε η ίδια η ύπαρξή του. Δεν μπορεί να εξαρτάται η παροχή υπηρεσίας από συγκεκριμένη ανταπόδοση, σε χρήμα, σε είδος ή και σε εξουσία. Τότε δεν είναι εθελοντισμός. Όσα μητρώα και εάν γίνουν όσα διάφανη και να είναι η χρηματοδότηση η ουσία δεν αλλάζει. Οι εθελοντικές οργανώσεις δεν μπορεί να είναι το μακρύ χέρι του κράτους στην κοινωνική πολιτική. Τούτο δεν έχει νόημα για το κοινωνικό σύνολο που ούτως ή άλλως πληρώνει φόρους και απαιτεί συγκεκριμένο επίπεδο υπηρεσιών. Αντιθέτως, οφείλουν να επιζητούν ιδιωτικούς πόρους και να εκμεταλλεύονται τα διαθέσιμά τους.
Όπως σωστά παρατήρησε ο Anthony Giddens, «το κράτος έγινε πολύ μικρό για τα μεγάλα και πολύ μεγάλο για τα μικρά προβλήματα της ζωής». Εδώ βρίσκει σημείο αναφοράς και συμπληρωματικότητα ο εθελοντισμός. Δεν υπονομεύει το κράτος, δεν αρμέγει πόρους του και προφανώς δεν γίνεται ο φερετζές του συστήματος. Οργανωμένα δίνει λύσεις εκεί που δεν μπορεί κανένα κράτος. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Κανένα κράτος στον κόσμο δεν μπορεί να προσλάβει χιλιάδες γιατρούς για να τους έχει σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη νέα πανδημία στο μέλλον. Οφείλει, όμως, η πολιτεία να έχει διαμορφώσει εκείνο το θεσμικό πλαίσιο, ώστε σε περίπτωση νέας έκτακτης ανάγκης να μπορεί άμεσα να απορροφήσει μεμονωμένους ιδιώτες ιατρούς και νοσηλευτές (έκτακτα και για όσο χρειαστεί στο πλαίσιο αλληλεγγύης των τελευταίων) αλλά και να μπορεί να απευθυνθεί σε οργανωμένες εθελοντικές οργανώσεις (όλως ενδεικτικά: ερυθρός σταυρός, γιατροί του κόσμου, γιατροί χωρίς σύνορα κλπ) για να συνδράμουν. Σχέσεις παράλληλες και όχι ανταγωνιστικές.
Η πανδημική κρίση που προκάλεσε ο κορονοϊος ας γίνει η ευκαιρία να οργανώσουμε σε σταθερές βάσεις το εθελοντικό κίνημα και στη χώρα μας. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη «Να αγαπάς την ευθύνη, να λες: Εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω την γης. Αν δεν σωθεί, εγώ θα φταίω... πoιο δρόμο να πάρεις; ...τον πιο κακοτράχαλο ανήφορο... μην καταδέχεσαι να ρωτάς: θα νικήσουμε; ... θα νικηθούμε; ... πολέμα! πολεμούμε χωρίς βεβαιότητα ... και η αρετή μας, μη όντας σίγουρη για την αμοιβή, αποκτάει βαθύτερη ευγένεια ...».
Από τον Αργύρη Αργυριάδη, δικηγόρο, διαπιστευμένο διαμεσολαβητή και διαχειριστή Αφερεγγυότητας