(Αγίου Αχιλλίου). Τόσο ο Ιωάννης, όσο και ο Κωνσταντίνος Λάππας διέμεναν στην προαναφερθείσα συνοικία, αφού τα ονόματά τους αναφέρονται στον κώδικα του Αγίου Αχιλλίου (1811-1881). Ο Ιωάννης αναφέρεται το έτος 1859, ενώ ο Κωνσταντίνος Λάππας τα έτη 1850-1857 και 1863-1864 [2].
Μετά από την απελευθέρωση της Λάρισας (1881), ο Ιωάννης Λάππας λειτούργησε οινομαγειρείο σε κοντινή απόσταση από το τότε ταχυδρομείο [3], ενώ ο αδελφός του Κωνσταντίνος ίδρυσε ένα νέο παντοπωλείο. Παράλληλα, ο τελευταίος ασχολήθηκε με τις ενοικιάσεις και εκμεταλλεύσεις κτημάτων. Την ίδια περίοδο αγόρασε από Οθωμανούς κτηματίες που μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία, ολόκληρο το χωριό Σούμπασι (σημ. Χαρά Λαρίσης) του τότε Δήμου Κραννώνος με όλα τα κτίσματα (οικίες και αποθήκες), τα ζώα, τα γεωργικά εργαλεία και τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Ο Κωνσταντίνος Λάππας εκτός από την Αγγελική είχε αποκτήσει από τον γάμο του και άλλα παιδιά, από τα οποία είναι γνωστά σε εμάς: η Ελένη, ο Γεώργιος, ο Χρήστος, ο Απόστολος και ο Ιωάννης. Η οικογένεια, μετά από την απελευθέρωση της Λάρισας (1881), έφυγε από τη συνοικία του Αγίου Αχιλλίου και εγκαταστάθηκε σε ιδιόκτητη διώροφη έπαυλη επί της οδού Αθηνάς, στη συνοικία Αρναούτ (Αγίου Αθανασίου). Μετά από τον θάνατο του πατέρα τους, τα ηνία των οικογενειακών επιχειρήσεων ανέλαβαν τα άρρενα παιδιά της οικογένειας (Γεώργιος, Χρήστος, Απόστολος και Ιωάννης).
Ο Γεώργιος Λάππας υπήρξε κτηματίας και παντοπώλης όπως ο πατέρας του. Στις δημοτικές εκλογές του 1883, στις οποίες δήμαρχος της Λάρισας εκλέχθηκε ο Χρήστος Γεωργιάδης, ο ίδιος εκλέχθηκε δημαρχικός πάρεδρος [4]. Την ίδια περίοδο περιήλθε στην πλήρη κυριότητά του ένας κλίβανος (φούρνος) στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου τον οποία ενοικίαζε κατά περιόδους σε διάφορους αρτοποιούς. Μεταξύ αυτών αναφέρονται οι Βασίλειος Θεοδώρου, Θωμάς Σπύρου (1886), Γεώργιος Αυγέρος (1892) και Δημήτριος Π. Παζαΐτης (1898) [5]. Παράλληλα, ανέλαβε τη διαχείριση του χωριού Σούμπασι (όπως προαναφέρθηκε) και ο ίδιος φρόντισε ώστε να «δημιουργηθούν» οι προίκες για τις δύο ανύπαντρες αδελφές του: την Ελένη και την Αγγελική. Κατά τη διάρκεια της προσωρινής τουρκικής κατοχής στη Θεσσαλία (1897-1898), το χωριό Σούμπασι κυριολεκτικά λεηλατήθηκε. Στις 4 Ιουλίου 1898, ο Γεώργιος Λάππας (με δικηγόρο τον Φίλιππο Τσαπραλή) ήγειρε αγωγή κατά του Οθωμανού Μουσά εφένδη Μαμούτ Σεραμπή τον οποίο θεώρησε ως υπεύθυνο των καταστροφών. Σύμφωνα με την αγωγή που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Λαρίσης, ο Οθωμανός κτηματίας «βιάσας τας θύρας των εκείθε οικιών και αποθηκών μου αφήρεσε εκ ταύτας μεν άπαντα τα υφάσματα, ενδύματα, χειροτεχνήματα προωρισμένα διά τας προίκας των αδελφών μου Αγγελικής και Ελένης Κωνσταντίνου Λάππα αξίας 6.000 δρχ.». Οι προίκες όπως και όλα τα αποθηκευμένα προϊόντα (σίτος, κριθή κ.λπ.) καθώς και τα ζώα και τα μηχανήματα που υπήρχαν, μεταφέρθηκαν στο ιδιόκτητο χωριό του Οθωμανού, που ήταν το Καμπατζιλάρ του τότε Δήμου Ογχήστου [6]. Η συνολική αποτίμηση της ζημιάς ανερχόταν στις 15.286 δρχ. [7].
Τον Φεβρουάριο του 1903, το ένα από τα δύο κορίτσια της οικογένειας, η Ελένη Λάππα, παντρεύτηκε τον ανθυπασπιστή του Πεζικού Δημήτριο Τυρογιάννη [8], ενώ δέκα χρόνια αργότερα (Δεκέμβριος 1913) ο Χρήστος Λάππας θα νυμφευόταν στο Καζακλάρ (σημ. Αμπελώνας), την Αννίτσα Μπεκιάρη [9]. Ο άλλος αδελφός Ιωάννης Λάππας, σύμφωνα με δημοσίευμα του Τύπου της εποχής, εγκαταστάθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1900 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο μαζί με τον εξάδελφό του Δημήτριο Λάππα του Ιωάννη [10].
Στις αρχές όμως του 1909, ο Απόστολος Λάππας ασθένησε βαρέως. Ο ίδιος δεν είχε δημιουργήσει οικογένεια και προβλέποντας το μοιραίο, παρακάλεσε τον αδελφό του Γεώργιο να μεριμνήσει ώστε να τακτοποιήσει τα της περιουσίας του. Πράγματι, στις 8 Απριλίου 1909 ο συμβολαιογράφος της Λάρισας Ευστράτιος Γεωργιάδης μετέβη στην ιδιόκτητη έπαυλη της συνοικίας του Αγίου Αθανασίου, και ο Απόστολος Λάππας προέβη στη σύνταξη της δημόσιας διαθήκης του, παρουσία των μαρτύρων Ιωάννη Τσιτσικλή (δικηγόρου), Κωνσταντίνου Χατζηγωγίδη (δικαστικού επιμελητή) και Γεωργίου Μυσιρλή (ιδιωτικού υπαλλήλου). Σύμφωνα με την τελευταία θέληση του διαθέτη, η άγαμος ακόμα αδελφή του Αγγελική «θέλει καταστή μετά τον θάνατό μου, τελεία κυρία και κάτοχος όλης της περιουσίας μου, οποιαδήποτε, οσηδήποτε και οπουδήποτε αν ευρεθή μετά την αποβίωσίν μου» [11].
Στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα η Αγγελική Κ. Λάππα ήταν κάτοχος μίας μεγάλης περιουσίας, την οποία όπως θα δούμε στη συνέχεια διέθεσε εξ ολοκλήρου πριν από τον θάνατό της, για τη δημιουργία του Γηροκομείου Λαρίσης.
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Από τα παιδιά του Ιωάννη Λάππα είναι γνωστός στην ιστοριογραφία μόνο ο γιος του Δημήτριος. Ο τελευταίος είχε εγκατασταθεί λίγα χρόνια μετά από το τέλος της τουρκικής κατοχής της Θεσσαλίας (1897-1898), στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Ένα από τα παιδιά του, ο επτάχρονος Ιωάννης (Γιάγκος), απεβίωσε στις αρχές του 1907 από ανίατο νόσημα. Βλ. Μικρά (Λάρισα), φ. 271 (24 Ιανουαρίου 1907).
[2]. Κώστας Σπανός, «Τα ονόματα και τα επώνυμα των Λαρισαίων στον κώδικα του ναού Άγιος Αχίλλιος (1811-1881)», Πρακτικά ημερίδας: Η Λάρισα της περιόδου 1810-1881. Στοιχεία από τον κώδικα του Αγίου Αχιλλίου (13 Δεκεμβρίου 1988). Λάρισα 1994, σ. 111-176. Ειδικώς, σ. 155.
[3]. Κόραξ (Λάρισα), φ. 94 (28 Αυγούστου 1884).
[4]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 167 (1 Ιουνίου 1883).
[5]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικά Αρχεία: Αναστασίου Φίλιου, φκ. 020, αρ. 10187 (4 Δεκεμβρίου 1886), Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 038, αρ. 13671 (6 Σεπτεμβρίου 1892) και Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 058, αρ. 18457 (11 Ιουνίου 1898).
[6]. Ο οικισμός Καμπατσιλέρ ή Καμπατσιλάρ προσαρτήθηκε το 1883 στον Δήμο Ογχήστου (ΦΕΚ 126/Α/2-4-1883). Το 1912 προσαρτήθηκε στην κοινότητα Νεμπεγλέρ (Νίκαιας) (ΦΕΚ 262/Α/31-8-1912), ενώ το 1913 διορθώθηκε το όνομά του σε «Καμπατζιλέρ» (ΦΕΚ 201/Α/10-10-1913). Την τελευταία ονομασία διατήρησε μέχρι τον Οκτώβριο του 1940 που ο οικισμός καταργήθηκε.
[7]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 7 (6 Ιουλίου 1898).
[8]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 273 (21 Φεβρουαρίου 1903).
[9]. Μικρά (Λάρισα), φ. 44/600 (25 Δεκεμβρίου 1913).
[10]. Μικρά (Λάρισα), φ. 33/435 (8 Ιανουαρίου 1910).
[11]. Δημόσια Διαθήκη αρ. 48439 (8 Απριλίου 1909), του συμβολαιογράφου Λαρίσης Ευστρατίου Γεωργιάδη.