λαούς της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που στρέφονται προς την ισλαμική παράδοση.
Είναι όμως ικανές αυτές οι διαφορές, να προκαλέσουν, από μόνες τους και ως η βασική αιτία, μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις; Στο ερώτημα αυτό αρκούν, ως απάντηση, οι σχετικά πρόσφατες δηλώσεις του Πάπα: «Δεν υπάρχουν θρησκευτικοί πόλεμοι αλλά πόλεμοι συμφερόντων, για τα χρήματα, για τους φυσικούς πόρους και για την κυριαρχία επί των λαών». Συνεπώς, οι πολιτισμικές (π.χ. θρησκευτικές) διαφορές μπορούν, προσχηματικά μεν, να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο δημιουργίας πόλωσης και ως προσάναμμα πολέμου αλλά δεν αποτελούν αιτία πολέμου.
Η Τουρκία, είναι μία από τις χώρες που επιχειρεί τα τελευταία χρόνια, για το συμφέρον της αλλά και για λογαριασμό άλλων, να εκμεταλλευτεί το θρησκευτικό πολιτισμικό της κεφάλαιο, εμφανιζόμενη ως ο προστάτης-«αδελφός» όλων των μουσουλμάνων κι όχι μόνο των σουνιτών, για να αυξήσει την επιρροή της σε κράτη του πρώην Ανατολικού μπλοκ τα οποία βρίσκονται στο υπογάστριο της Ρωσίας, στις αραβικές χώρες, στους Ουιγίρους (Uyghyr) στη δυτική Κίνα και σε μουσουλμάνους που ζουν σε ευρωπαϊκά κράτη. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος, η προβολή ισχύος σε έξι ταυτόχρονα μέτωπα και η σκληρή επίθεση του Τούρκου Προέδρου κατά του Γάλλου ομολόγου του με αφορμή τη δυναμική στάση του τελευταίου στο θέμα των πρόσφατων δολοφονιών στη Γαλλία και στην Αυστρία από ακραίους νεαρούς μουσουλμάνους.
Ως εκ τούτων, στρατηγικός στόχος της Τουρκίας δεν είναι μόνο η ιδιοποίηση ενεργειακών πόρων -περισσότερων από αυτούς που δικαιούται με βάση το διεθνές δίκαιο- στην Ανατολική Μεσόγειο ή και ευρύτερα αλλά και το να διαμορφώσει όρους ανάδειξής της σε αυτόνομη δύναμη ανάμεσα στη γερασμένη και διχασμένη Δύση από τη μία μεριά και στον Ανατολικό άξονα Ρωσίας-Κίνας από την άλλη. Προς τούτο οι μεγαλοϊδεατισμοί περί «Γαλάζιας πατρίδας», οι θεωρίες περί ζωτικού χώρου κ.λπ. Προς τούτο και η «επένδυσή» της στη δημογραφική ευρωστία των απανταχού μουσουλμανικών πληθυσμών, των οποίων το σφρίγος και την ορμή επιδιώκει να εκφράσει και να εκμεταλλευτεί ποικιλοτρόπως.
Με αφορμή, πάντως, τις δολοφονικές επιθέσεις στο Παρίσι και στη Βιέννη, αναπτύσσεται μια ισχυρή πόλωση μεταξύ της Ευρώπης και των ακραίων μουσουλμάνων. Σε αυτήν την πόλωση εμφανίζονται, ως πρωταγωνιστές, από την πλευρά της Ευρώπης ο Εμ. Μακρόν που υπερασπίζεται τον δυτικό τρόπο ζωής και από την πλευρά των μουσουλμάνων ο Τ. Ερντογάν που επιτίθεται λάβρος στην «αμαρτωλή Ευρώπη» με αφορμή τα γαλλικά σατιρικά σκίτσα.
Οι πραγματικοί όμως λόγοι γι’ αυτήν την «κοκορομαχία» που μπορεί να εξελιχθεί και σε σύγκρουση με περιτύλιγμα τον «πόλεμο των πολιτισμών», εδράζονται σε πραγματικά οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέρονται κι όχι σε ιδεολογήματα. Η Γαλλία ανησυχεί από την πιθανή μεγέθυνση της επιρροής της Τουρκίας σε περιοχές που την ενδιαφέρουν (Μεσόγειο, στη Β. Αφρική αλλά και ευρύτερα) και ασκεί προληπτικές πολιτικές (π.χ. δημιουργία αντιτουρκικού μετώπου) δεδομένου ότι, σε τούτη τη φάση, υπερέχει στρατιωτικά, τεχνολογικά και οικονομικά. Εκμεταλλεύεται, μάλιστα, τον παρορμητικό μεγαλοϊδεατισμό της ηγετικής ομάδας της Τουρκίας και την «παγιδεύει» σε ένα μονοπάτι από το οποίο δεν υφίσταται επιστροφή δίχως απώλειες. Έτσι η Γαλλία εμπεδώνει την εικόνα της στρατιωτικής υπερδύναμης στην Ευρώπη και υπενθυμίζει στη Γερμανία -παλαιόθεν φίλη και στρατηγικός εταίρος της Τουρκίας- ότι υπάρχουν και «γήπεδα» στα οποία η Γερμανία μπορεί να έχει μεν λόγο αλλά όχι και το κουμάντο. Επιπροσθέτως, ο κ. Μακρόν κερδίζει πολιτικούς πόντους στο εσωτερικό ακροατήριο έναντι κυρίως της σημαντικότερης αντιπάλου του, της Μαρί Λεπέν.
Στις συνθήκες αυτές, η Ελλάδα και η Κύπρος είναι υποχρεωμένες να κάνουν χρήση του κάπως ακριβού «γαλλικού κλειδιού» αφού, με δεδομένες τις εξελίξεις στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, υφίσταται, εν πολλοίς, ταύτιση συμφερόντων με τη Γαλλία. Υπό την αιγίδα της δεν πρέπει να πιεστεί αρκούντως η κ. Μέρκελ ώστε να «βοηθηθεί» στον απεγκλωβισμό της Γερμανίας από τον «επαρχιώτικο κοντόφθαλμο οικονομισμό» της και από τις υπερβολικές φοβίες της για το μεταναστευτικό-προσφυγικό. Ωσαύτως, πρέπει να πεισθεί να κοιτάζει το μέλλον με περισσότερο ευρωπαϊκή παρά γερμανική ματιά υπηρετώντας, ως ηγέτιδα δύναμη της Ε.Ε., τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά όλων των Ευρωπαίων.
Άλλωστε, η στάση και οι αποφάσεις των ηγεσιών σε τέτοιες οριακές στιγμές είναι που καθορίζουν τη σχηματοποίηση και την εμπέδωση ή την αποσάθρωση των πολιτισμικών (και όχι μόνο) ταυτοτήτων των μεγάλων ή και των μικρότερων πληθυσμιακών ομάδων. Στο θέμα αυτό -σε αντίθεση με την Άγγελα Μέρκελ που διαρκώς αμφιταλαντεύεται- ο Εμ. Μακρόν είτε για λόγους συμφερόντων που συνοπτικά περιγράψαμε παραπάνω, είτε γιατί έχει ενστερνιστεί πλήρως το ευρωπαϊκό όραμα, φαίνεται να έχει αντιληφθεί καλύτερα το μακροπρόθεσμο ευρωπαϊκό συμφέρον. Γι’ αυτό δείχνει τον απαραίτητο δυναμισμό και εκφράζει εμπράκτως την αλληλεγγύη του σε δοκιμαζόμενους εταίρους σφυρηλατώντας έτσι την ευρωπαϊκή ενότητα.
Διότι μόνο μια Ενωμένη, βαθιά Φιλελεύθερη, κοινωνικά Δίκαιη, Δημοκρατική και με ισχυρό Κράτος Δικαίου Ευρώπη, έχοντας στους κόλπους της όλες σχεδόν τις χώρες που υπήρξαν μήτρες μεγάλων πολιτισμών, μπορεί να συνδέσει αυτήν την τεράστια πολιτισμική παράδοση με το παρόν, να την εμπλουτίσει με νέα επιτεύγματα και να τη μετατρέψει, με έναν νέο διαφωτισμό, σε ενοποιητικό παράγοντα ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας για τους λαούς και τα έθνη της.
Εξάλλου οφείλει η Ευρώπη και ιδιαιτέρως η Γερμανία, ως αποζημίωση για τις καταστροφές που προκλήθηκαν σε όλο τον κόσμο από τους μεγάλους πολέμους του περασμένου αιώνα, να εργαστεί σκληρά για την παγκόσμια ειρήνη και να συμβάλλει αποτελεσματικά στην ανάπτυξη της μεγαλύτερης δυνατής συνεργασίας μεταξύ όλων των χωρών του πλανήτη.
Προς τούτο είναι χρέος της να αποκρούσει αποτελεσματικά και ως προσχηματικές τις αιτιάσεις -με σκοπό των πόλεμο- περί «σύγκρουσης των πολιτισμών» είτε αυτές προέρχονται εξ ανατολών είτε από τη βαθιά Δύση.
ΔΑΝαός