ο αιώνιος σύντροφος του θεσσαλικού κάμπου, θα ζεστάνει ξανά με τις ακτίνες τους τις καρδιές των ανθρώπων. Θα αποτραβηχτούν τα νερά και οι λάσπες, θα στεγνώσουν τα ντουβάρια, θα ξεκινήσουν οι άνθρωποι να καθαρίζουν τις οικοσκευές και την πραμάτεια που έχουν στα μαγαζιά ή στις αποθήκες τους.
- Ιιιιι... Τι κακό μας βρήκε μαρή Κούλα...
- Μην το συζητάς... Χάθκαμαν ντιπ... Αλίμονο η κουσμάκους...
Αυτό που σε σοκάρει ακούγοντας μαρτυρίες «πλημμυροπαθών» στην τηλεόραση είναι η αίσθηση του απρόοπτου, του αδιανόητου. Κάθεσαι ανυποψίαστος σπίτι, βαριεστημένος κάπως από την πλήξη της επαρχίας. Η τηλεόραση σού αναγγέλλει ότι θα χτυπηθούν τα Επτάνησα - από κάποιον κυκλώνα που τον βάφτισαν«Ιανό», κατά πώς συνηθίζει η μοντέρνα Μετεωρολογία-... «Κρίμα οι ανθρώποι» λες, εξίσου βαριεστημένα, ενώ από την άλλη, ενδόμυχα, νιώθεις καλά, νιώθεις ανακουφισμένος που εσύ, στη Θεσσαλία, είσαι έξω απ΄τους υπολογισμούς και τα προγνωστικά μοντέλα της Χριστίνας Σούζη και του Τάσου Αρνιακού.
Παρασκευή βράδυ... Σαββατοκύριακο μπροστά σου, χαλαρώνεις.
Ίσως πίνεις και ένα ουίσκι. Κάνεις ζάπινγκ, χαζεύεις τα «κρέατα» νέα εσοδείας που σε ταΐζουν στα φετινά «ριάλιτι σόου», στο BigBrother, στο Bachelor, στο GNTM, α ρε χαζέψαν ντιπ, τι πράματα είν’ αυτά; Αλλά πέρασε η ώρα, χασμουριέσαι, έχεις και δουλειές αύριο στο χωράφι, πλησιάζει η κρίσιμη ώρα της σοδειάς αλλά...
- Μπααα! Βρέχει έξω; Αϊ, καιρός ήταν, στεγνώσαμε ένα καλοκαίρι άβροχο, σχίστηκε ο τόπος... Να ποτιστεί η γης, να ’χει να δώσει μετά στον κοσμάκη...
Αλλά κάποια στιγμή, μέσα στον ύπνο σου, αντιλαμβάνεσαι πως κάτι δεν πάει καλά... Η βροχή δεν είναι η συνήθης και η βοή, η φοβερή υπόκωφη βοή όλο και σε πλησιάζει...Τα πρώτα νερά περνούν την πόρτα σου. Πετάγεσαι πάνω... Φοράς ό, τι πρόχειρο βρεις. Τι γίνεται; Τι γίνεται; Ω ρε γαμώτη μου, θα πνιγούμε στα καλά καθούμενα;
Αν προσπαθήσεις να μπεις στη λογική της στιγμής και να σκεφτείς σε τι τραγικό δίλημμα βρίσκεται ένας άνθρωπος εκείνη τη στιγμή, σού έρχεται κάτι σαν τρέλα. Ή μάλλον όχι. Όχι «κάτι σαν τρέλα», αλλά τρέλα κανονική. Τι να κάνεις; Να ανοίξεις την πόρτα, να βγεις έξω, και να τρέξεις να σωθείς, ή θα μπουν μέσα ορμητικά τα νερά και θα σε πνίξουν; Μια απάντηση είναι η σωστή. Δεύτερη ευκαιρία δεν έχει... Και πόσο πιο τραγικό το δίλημμα, αν από σένα εξαρτώνται και παιδιά, και γέροι, και όλοι αυτοί περιμένουν από σένα με αγωνία την απάντηση που θα δώσεις...
Κάπως έτσι γράφονται, υποθέτω, όλες αυτές οι τραγικές ιστορίες που μας αφηγούνται την επομένη οι αγχωμένοι ρεπόρτερ των καναλιών που έχουν σπεύσει επί τόπου και δίνουν ρεπορτάζ σε live αναμετάδοση, βρεγμένοι ως το κόκκαλο, ξενυχτισμένοι και ταλαιπωρημένοι. Αναζητείται αποκλεισμένος κτηνοτρόφος, χάθηκε 40χρονη φαρμακοποιός...
Την παρέσυρε το ρέμα είπανε... Μα πού πήγαινε η χριστιανή; Εκεί όπου πήγαινες κι εσύ και όλοι μας. Απλά δεν πίστευε αυτό που θα συνέβαινε μέσα λίγα λεπτά. Κανείς δεν αποδέχεται το κακό, κανείς δεν πιστεύει ότι αφορά εμάς, αφορά πάντα τους άλλους, όλοι το ξορκίζουμε. Κάποτε, πριν από χρόνια, είχα διασχίσει οδηγώντας το «Φιατάκι» μου όλο τον παραλιακό άξονα του νομού μας. Φτάνοντας στην Παλιουριά, έπεσα πάνω στο γνωστό ρέμα της – ο σημερινός υπερυψωμένος δρόμος δεν είχε γίνει ακόμη, ήταν τότε ένα «χρονίζον αίτημα» των οικιστών της περιοχής προς τη Νομαρχία Λαρίσης. Τα νερά κατέβαιναν ορμητικά από τις πλαγιές του Κισσάβου. Αυτά, χιλιάδες χρόνια τώρα, ακολουθούν το ίδιο δρομολόγιο, ψάχνουν να εκβάλουν στη θάλασσα. Εγώ τι γύρευα εκεί; Τι να κάνω; Απόμεινα για λίγο να κοιτάζω τον χείμαρρο και να ακούω το εκφοβιστικό βουητό του. Να γυρίσω πίσω; Βαριόμουν αφόρητα, κι έπειτα με περίμενε η παρέα στον Αγιόκαμπο. Έλα μωρέ, είπα, ελαφρά τη καρδία, σιγά τώρα, θα τα καταφέρουμε...
Η αίσθηση του αυτοκινήτου, που γίνεται βάρκα και πλέει πάνω στα νερά ακυβέρνητο, με κατατρέχει από τότε μια ζωή. Έχει σφηνωθεί στους νευρώνες του εγκεφάλου και δεν έφυγε ποτέ από κει. Μπορώ να την ανακαλώ ανά πάσα στιγμή, το ίδιο έντονα με τότε, και αυτομάτως κάτι σαν ρεύμα διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου. Τα παιδιά άρχισαν να τσιρίζουν τρομαγμένα, η γυναίκα μου επικαλούταν την Παναγιά και ’γω πανικόβλητος κατέβαζα καντήλια από νεύρα και αμηχανία κάνοντας μηχανικές κινήσεις... Σφηνώσαμε σ’ έναν κορμό λίγο πριν καταλήξουμε στη θάλασσα, λες και ένα χέρι από ψηλά παρενέβη και μας έσωσε... Κάπως έτσι αρχίζει ο άνθρωπος και πιστεύει στα θαύματα και στις ανώτερες συμπαντικές δυνάμεις, σε Θεούς και δαιμόνους, σε Αγίους και Οσίους και γενικά ό, τι παίζει σε θεοτικό. Βγήκαμε έξω κακήν κακώς. Δεν θυμάμαι ούτε πόσους σταυρούς κάναμε, ούτε πόσες λαμπάδες ανάψαμε τις επόμενες μέρες...
Φτάνει λοιπόν ένα απρόοπτο, κάτι το αδιανόητο μέχρι πριν από λίγο, για να χαθούν υπάρξεις, νοικοκυριά, μικρές κοινωνίες, τόποι. Να αλλάξουν κοίτες και ροές ποταμών, βουνά ολάκερα να πάρουν τον κατήφορο και να χαθούν. Σεισμοί, κυκλώνες, πλημμύρες, φωτιές, ρέματα, χείμαρροι, όποια ονομασία και να έχουν τα κακά της φύσης έρχονται για να σου πουν πράματα... Ε, άνθρωπε... «Θεός» είσαι και απλά δεν το ξέρεις... Ή μάλλον το ξεχνάς... Η βραδινή σου ανία, η καθημερινή πλήξη, οι μικρές αγωνίες της ζωής και το αγκομαχητό για να τα βγάλεις πέρα, με δύο λόγια όλη αυτή η μικρή κανονικότητά σου, είναι και η ευτυχία σου, το έχεις σκεφτεί; Τη θεωρείς δεδομένη μα δεν είναι... Την έχεις απωθήσει σαν κάτι το αρνητικό, μέχρι να δεις τα χειρότερα. Και να αρχίσεις να τρέχεις να σωθείς. Κυνηγημένος άλλοτε από νερό, άλλοτε από φωτιά.
Φίλοι μου από την Κεφαλονιά – έζησα τρία χρόνια στο νησί και το πονάω πολύ- σε επικοινωνία που είχαμε μού μετέφεραν την απελπισία τους... Πάει η Άσος που ήξερες... Χτυπήθηκε άσχημα το Φισκάρδο, βούλιαξε η Αγία Ευφημία... Και τι φοβάστε ορέ; Μήπως δεν ισοπεδώθηκε το νησί με τους μεγάλους σεισμούς του 1953; Δεν έχασαν οι «πάπποι» και οι «νόνες» σας τα πάντα, και σπίτια και περιουσίες, και ζωές τόσων και τόσων αγαπημένων προσώπων; Μα σηκώσανε κεφάλι και τον ξαναφτιάξανε τον παράδεισό τους. Πλήρωσαν κόστος βέβαια, πλήρωσαν ξενιτιά, μετανάστευση, φτώχεια, ζωή στα αντίσκηνα και στα χαλάσματα για χρόνια πολλά. Μα άντεξαν... Γιατί, όσο κι αν πιστεύεις ότι τη φύση δεν μπορείς να την αντιπαλέψεις, μπορεί και να κάνεις λάθος... Στο τέλος νικάει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι το θεριό το πραγματικό. Ο άνθρωπος με την υπομονή και τον αγώνα του ξαναχτίζει κατεστραμμένες πόλεις και χωριά, ξαναφτιάχνει περιουσίες, ξαναγεννάει άλλους, νέους ανθρώπους και στήνει τη σημαία του νικητής στο ύψωμα του εχθρού... Μέχρι την επόμενη μάχη... Μέχρι την επόμενη νίκη...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ alexiskalessis@yahoo.gr