Η πολυγλωσσία στην Ελλάδα είναι συχνό φαινόμενο, καθώς η χώρα μας συνυπάρχει με διαφορετικές πολιτισμικές κουλτούρες και λαούς. Ζούμε σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία στην οποία προκύπτουν διάφορα θέματα και κυρίως θέματα που αφορούν την εκπαίδευση των παιδιών που προέρχονται από διαφορετικές πολιτισμικές κουλτούρες. Η επιστήμη της κοινωνιογλωσσολογίας μελετά την ανάλυση του λόγου και τη γλωσσική αλληλεπίδραση των ανθρώπων. Εφόσον η γλώσσα βρίσκεται στο επίκεντρο της κοινωνιογλωσσολογίας, οι κοινωνιογλωσσολόγοι μελετούν τα θέματα της διγλωσσίας και της επαφής των γλωσσών. Η εκπαίδευση αποτελεί έναν χώρο στον οποίο πολλοί εκπαιδευτικοί έρχονται σε επαφή με δίγλωσσους μαθητές γι’ αυτό και το θέμα της διγλωσσίας αποτελεί μια συνεχή αναζήτηση που μας καλεί να ανακαλύψουμε νέες εκπαιδευτικές πρακτικές. Η διγλωσσία και η πολυγλωσσία είναι φυσιολογικές, αξιοσημείωτες ανάγκες της καθημερινής ζωής για την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η γλωσσολόγος Wong-Fillmore αναφέρει ότι «αυτό που χάνεται δεν είναι κάτι λιγότερο από το μέσο με το οποίο οι γονείς κοινωνικοποιούν τα παιδιά τους, όταν αδυνατούν να μιλήσουν με τα παιδιά τους δεν μπορούν εύκολα να τους μεταβιβάσουν αξίες, πεποιθήσεις, αντιλήψεις ή τη γνώση να διαχειριστούν τις εμπειρίες τους».
Η οικογένεια παρέχει τα πιο σημαντικά στοιχεία κοινωνικοποίησης των παιδιών. Η διαδικασία αυτήν πραγματοποιείται μέσω της γλώσσας και της συμπεριφοράς των γονιών που λειτουργούν ως πρότυπο για τα παιδιά τους καθώς μεταβιβάζουν σε αυτά αξίες, αντιλήψεις, πεποιθήσεις και γνώσεις με τις οποίες αντιμετωπίζουν τις εμπειρίες που προκύπτουν στη ζωή τους. Όταν οι γονείς αδυνατούν να επικοινωνήσουν με τα παιδιά τους τότε χάνονται οι δεσμοί της οικογένειας και δημιουργούνται ρήγματα στη συνοχή και ενότητά της.
Τα τελευταία χρόνια η εκπαίδευση έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την εισροή μεταναστών καθώς έχουν παρουσιαστεί νέες εκπαιδευτικές ανάγκες και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να διαχειριστούν τη γλωσσική διαφορετικότητα. Αρκετοί είναι οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι νιώθουν ανασφαλείς και απροετοίμαστοι απέναντι στην ποικιλομορφία της τάξης, με αποτέλεσμα να υποστηρίζουν συχνά την άποψη ότι δεν τους ενδιαφέρουν οι μητρικές γλώσσες των μαθητών και επικεντρώνονται στην κυρίαρχη γλώσσα και συγκεκριμένα στην Ελληνική, καθώς αυτήν αποτελεί τη γλώσσα διδασκαλίας τους στη χώρα μας. Αυτήν είναι μια παραδοσιακή αντίληψη μονογλωσσίας που επικρατεί στις μέρες μας. Συχνή είναι επίσης η αντίληψη ότι η διατήρηση της μητρικής γλώσσας αποτελεί προσωπική υπόθεση των μαθητών που δεν αφορά τον χώρο του σχολείου. Η αρνητική στάση των εκπαιδευτικών και η τάση τους να διορθώνουν έναν δίγλωσσο μαθητή θεωρώντας ότι αποτελεί κίνδυνο προς την κυρίαρχη γλώσσα, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα στην οποία οι μαθητές αισθάνονται μη αποδεκτοί από τον δάσκαλό τους με αποτέλεσμα να μειώνεται η επιθυμία τους για διατήρηση της μητρικής τους γλώσσας. Θα αποτελούσε σοβαρή παράλειψη να μην αναφέρουμε τον τρόπο αντιμετώπισης της διγλωσσίας από πολλούς μετανάστες γονείς, οι οποίοι στην ανάγκη τους να γίνουν αποδεκτοί από την ελληνική κοινωνία απομακρύνονται από τη μητρική τους γλώσσα και υιοθετούν τον ελληνικό τρόπο ζωής. Μελέτες επιβεβαιώνουν τις αρνητικές συνέπειες που έχει η απώλεια της πρώτης γλώσσας των παιδιών, στη γνωστική, κοινωνική και ψυχολογική τους ανάπτυξη, καθώς και οι συνεχείς αρνητικές αντιλήψεις για τη διγλωσσία, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στην απογύμνωση των δίγλωσσων παιδιών στο σχολείο. Οι μαθητές τείνουν να υποστούν «γλωσσικό σοκ» εξαιτίας της πιεστικής αφομοίωσης που δέχονται, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν από την εκπαιδευτική διαδικασία.
Υπάρχουν σαφώς και οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι αντιμετωπίζουν θετικά το φαινόμενο της διγλωσσίας και αξιοποιούν τη γλωσσική και πολιτισμική πολυμορφία της τάξης με ποικίλους τρόπους στη διδασκαλία τους. Η κοινωνική συνοχή και ευημερία επιτυγχάνεται από την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των ανθρωπίνων πόρων και από τη συνειδητή διαχείριση της διγλωσσίας.
Με βάση όλα τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η δύναμη της εκπαίδευσης είναι ο πλούτος των δίγλωσσων μαθητών και το σχολείο οφείλει να είναι ένας ανοιχτός χώρος στην πολλαπλότητα γλωσσών και πολιτισμών.
Από την Άννα Καρυώτη,
φιλόλογο