βοήθεια.
Δυστυχώς, έναν χρόνο μετά, οι Έλληνες, που κατά το προηγούμενο διάστημα πολεμούσαν τον εξωτερικό εχθρό στα βουνά της Αλβανίας και την Εθνική Αντίσταση, επρόκειτο να εμπλακούν σε έναν οδυνηρό αδελφοκτόνο Εμφύλιο, που ολοκλήρωσε την καταστροφή και δίχασε για πολλές δεκαετίες την ελληνική κοινωνία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις συνθήκες που επικράτησαν μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αποτελεί η κοινότητα του Αμπελώνα (Καζακλάρ) Λάρισας, όπως αναδεικνύεται μέσα από τη μελέτη εγγράφων του κοινοτικού αρχείου της χρονιάς 1945, που απόκεινται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ Λάρισας/ΔΗΜΟΤ. 8.01/ΑΒΕ 453/Φ. 63).
Στο κείμενο που ακολουθεί αναλύουμε το περιεχόμενο μερικών από αυτά, απ' όπου αντλούμε αρκετά σημαντικές πληροφορίες για τη δύσκολη αυτήν περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της χώρας. Η καθημερινότητα των κατοίκων της περιοχής που αναδύεται μέσα από τα έγγραφα που έχουν μελετηθεί δεν διέφερε σχεδόν καθόλου από την καθολική εικόνα της ελληνικής υπαίθρου εκείνης της εποχής, που προετοιμαζόταν για τα ακόμη χειρότερα.
Έτσι, σύμφωνα με το υπ’ αρ. πρωτ. 562/6-7-1945 έγγραφο της Κοινότητος Αμπελώνα, το οποίο υπέγραφε ο υφυπουργός Κ. Καμπάς, το Υπουργείο Υγιεινής και Κοινωνικής Πρόνοιας επέβαλε στους Γενικούς Διοικητές, Νομάρχες, Επάρχους, Δημάρχους και Προέδρους των κοινοτήτων να συμπληρώσουν με πληρότητα στατιστικά στοιχεία που αφορούσαν στις στεγαστικές ανάγκες των περιοχών τους μετά τον πόλεμο.
Συγκεκριμένα, οι τοπικοί άρχοντες καλούνταν να προσδιορίσουν τον βαθμό της καταστροφής που είχαν υποστεί οι οικίες της περιοχής τους, πόσες δηλαδή είχαν φθαρεί ολοσχερώς και δεν επιδέχονταν κρατικής παρέμβασης και πόσες τμηματικά ή ελαφρά. Το κρίσιμο, ωστόσο, ερώτημα που έθετε το Υπουργείο μέσω του παραπάνω εγγράφου ήταν ο προσδιορισμός του αριθμού των οικογενειών που έχρηζαν κατά προτεραιότητα προσωρινής στέγασης, αν και όπως παραδεχόταν ο ίδιος ο συντάκτης, η εύρεση προσωρινής στέγης υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη, ήταν δυσχερής.
Ταυτόχρονα, το Υπουργείο εφιστούσε την προσοχή για έγκυρη συμπλήρωση των στατιστικών στοιχείων και άμεση αποστολή τους στις Περιφέρειες εντός δεκαπενθημέρου, με προηγουμένη σύγκλιση των Τοπικών Συμβουλίων που θα εξακρίβωναν και θα επικύρωναν τα αναγραφόμενα στοιχεία.
Σε έγγραφο, εξάλλου, με αρ. πρωτ. 698/24-7-1945, μία μάνα αιτείται προς τον Πρόεδρο της Κοινότητας Αμπελώνα τη χορήγηση πιστοποιητικού για λογαριασμό της κόρης της, ονόματι Δέσποινας, προκειμένου η τελευταία να εγγραφεί στον Ερυθρό Σταυρό Λάρισας για τη χορήγηση τροφίμων και φαρμάκων.
Χαρακτηριστικό της ένδειας που επικρατούσε είναι και σχετικό αίτημα που απηύθυνε προς το Κοινοτικό Συμβούλιο κάποιος άλλος κάτοικος του Αμπελώνα να του χορηγήσουν βοήθημα «διά την διατήρησίν του και δι’ αγοράν εσωρούχων», καθώς ο ίδιος αδυνατούσε να τα αγοράσει, όπως ομολογεί, ενώ η εξεύρεση εργασίας ήταν ανέφικτη (η χειρόγραφη αίτηση δεν είχε πρωτοκολληθεί από την Κοινότητα και έφερε ημερομηνία 19/4/45).
Ταυτόχρονα, η Νομαρχία της Λάρισας, ενόψει της επικείμενης διανομής του εκ δωρεών προερχόμενου ιματισμού, αιτείτο με έγγραφό της, μεταξύ άλλων επιτροπών κοινοτήτων της δικαιοδοσίας της, από την κοινοτική επιτροπή διανομών Αμπελώνα καταστάσεις απόρων πολιτών (αρ. πρωτ. 9298/19-9-45).
Τη συγκρότηση των παραπάνω επιτροπών είχε αποφασίσει προηγουμένως η κυβέρνηση μετά την πρωτοβουλία της ΟΥΝΡΑ να προχωρήσει σε διανομές τροφίμων, ιματισμού και άλλων χρειωδών για τον χειμαζόμενο ελληνικό πληθυσμό, όπως αποκαλύπτει σχετικό έγγραφο της Νομαρχίας Λάρισας που είχε κοινοποιηθεί στην Κοινότητα Αμπελώνα (αρ. πρωτ. 90/24-3-1945 της Κοινότητας).
Από την άλλη πλευρά, στην κατεστραμμένη ύπαιθρο που «μετρούσε» τις χαίνουσες πληγές της, οι άνθρωποι κατέβαλαν προσπάθειες να ξαναστήσουν τη ζωή τους από την αρχή και να επουλώσουν τα τραύματά τους, σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις και με τη βοήθεια γεωργικού υλικού που τους διανέμονταν από το κράτος, διαμέσου του τοπικών γεωπόνων.
Έτσι, την ίδια περίοδο ένας ντόπιος αγρότης ζήτησε από τον Πρόεδρο της Κοινότητας Αμπελώνα με το έγγραφο υπ’ αρ. πρωτ. 551/3-7-1945 να βεβαιώσει ότι ήταν κάτοχος γης, ιδιόκτητης και μισθωτής, προκειμένου να του χορηγηθεί τρακτέρ.
Κάποιος άλλος φαίνεται ότι βασανιζόταν από άλλες βιοτικές έγνοιες. Συγκεκριμένα, με αίτησή του προς την Κοινότητα Αμπελώνα (υπ’ αρ. πρωτ. 618/17-7-1945) ζητούσε να του χορηγηθούν δύο πιστοποιητικά που θα αποδείκνυαν ότι ήταν κάτοχος δύο φορβάδων. Μάλιστα, ο ίδιος πολίτης στην αίτησή του προς την Κοινότητα είχε επισυνάψει έκθεση ένορκης βεβαίωσης του Ειρηνοδίκου Τυρνάβου προς επιβεβαίωση της ιδιοκτησίας του.
Τα περισσότερα, βέβαια, από τα έγγραφα που απόκεινται στον συγκεκριμένο φάκελο αφορούσαν σε αιτήσεις πολιτών για ένταξή τους στους εκλογικούς καταλόγους της κοινότητας που καταρτίζονταν εκ νέου, καθώς επέκειντο εκλογές, καθώς και σε χορήγηση πιστοποιητικών για την καταβολή οικονομικής βοήθειας ή συνταξιοδότηση.
Οι περισσότεροι από τους αιτούντες ήταν μόνιμοι κάτοικοι της Κοινότητας Αμπελώνα, ενώ ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγονταν και κάποιοι που ζητούσαν μεταδημότευση σε αυτή. Από τις αιτήσεις τους προκύπτει ότι οι κύριες επαγγελματικές ασχολίες τους ήταν η γεωργία, πολλοί καλλιεργούσαν αμπέλια, η κτηνοτροφία, ήταν «ποιμένες» όπως τους χαρακτηρίζει κάποιος στην αίτησή του προς την Κοινότητα, ενώ άλλοι ήταν εργάτες, ξυλουργοί, υποδηματοποιοί, κουρείς, κρεοπώλες.
Γενικά, η εικόνα που αναδύεται μέσα από τα έγγραφα της εποχής είναι ζοφερή, καθώς φαίνεται να κυριαρχεί στους κατοίκους η πείνα και η αγωνία για την επιβίωσή τους σε μια λεηλατημένη και κατεστραμμένη ύπαιθρο, σε μια περίοδο πολιτικά έκρυθμη και ασταθή, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσαν να ανακάμψουν και να επανασυνδεθούν με το νήμα της ζωής τους στο σημείο που το είχαν αφήσει προπολεμικά.
Από τον Βασίλη Πλατή, φιλόλογο-δρα Ιστορίας Α.Π.Θ., αποσπασμένο εκπαιδευτικό στα Γενικά Αρχεία του Κράτους Ν. Λάρισας