γέλωτα. Σε όλους σχεδόν τους δήμους της Ελλάδας οι παρατάξεις της αντιπολίτευσης συνασπίζονται εν ονόματι της δημοκρατίας με ένα και μόνο σκοπό, να βάλουν δήθεν φρένο στον «αυτοκράτορα» δήμαρχο ενός ακραία «δημαρχοκεντρικού μοντέλου».
Το ωραίο είναι ότι όλο αυτό γίνεται πέρα από ιδεολογικές διαφορές, πέρα από πολιτικές απόψεις και πέρα από το αν γενικά κάποιοι ήταν και είναι υπέρ της απλής αναλογικής. Εγώ νομίζω ότι η αλήθεια είναι ξεκάθαρη για κάποιον που έχει θητεύσει στην τοπική αυτοδιοίκηση αλλά πέρασε και από θέσεις δημόσιας διοίκησης, είτε στην τοπική αυτοδιοίκηση είτε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Με την προϋπόθεση όμως ότι κάποιος σκέφτεται πολιτικά και είναι ειλικρινής.
Η απλή αναλογική είναι το διαχρονικά ζητούμενο της αριστεράς (με τη γενικότερη έννοια). Η απλή αναλογική είναι το δικαιότερο εκλογικό σύστημα αφού με τον τρόπο αυτό η κάθε παράταξη λαμβάνει αντιπροσώπους ανάλογα με την πραγματική δύναμη της στο εκλογικό σώμα. Η απλή αναλογική εφαρμόζεται μετά τη μεταπολίτευση με επιτυχία σε όλα τα σωματεία και σε πολλούς οργανισμούς. Στις εθνικές εκλογές στα περισσότερα μέρη του κόσμου αλλά και στην Ελλάδα, η απλή αναλογική έχει εφαρμοστεί σπάνια έως καθόλου.
Το επιχείρημα για αυτό είναι η κυβερνησιμότητα και η αποφυγή των συνεχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Τονίζουμε ότι στις εθνικές εκλογές η απλή αναλογική εκλέγει το κοινοβούλιο. Η κυβέρνηση που είναι το εκτελεστικό όργανο, για να μπορέσει να κυβερνήσει πρέπει να εξασφαλίσει την πλειοψηφία του κοινοβουλίου, να πάρει δηλαδή ψήφο εμπιστοσύνης. Έτσι οι όποιες πολιτικές διεργασίες συνεννόησης γίνονται πριν τον σχηματισμό κυβέρνησης έτσι ώστε η κυβέρνηση να είναι ελεύθερη να υλοποιήσει το πρόγραμμά της και να διοικήσει το κράτος. Σε περίπτωση που πάψει να υπάρχει η ψήφος εμπιστοσύνης, τότε οδηγούμαστε σε νέα απόπειρα συνεννόησης ή σε νέες εκλογές.
Η απλή αναλογική στους δήμους έτσι όπως ψηφίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύνατο να εφαρμοστεί στην πράξη, και αν δεν υπήρχαν οι τροπολογίες του Θεοδωρικάκου εγώ προσωπικά είμαι σίγουρος ότι κανένας δήμος στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να διοικηθεί. Στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση το μοντέλο των δήμων, αργότερα των νομαρχιών και τέλος των περιφερειών, παραμένει στον πυρήνα του ίδιο μέχρι και σήμερα.
Το μοντέλο αυτό στηρίζεται στην εκλογή του δημοτικού συμβουλίου την πρώτη Κυριακή και στην εκλογή ενός «παντοδύναμου» δημάρχου την δεύτερη Κυριακή με ποσοστό 50% συν ένα. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο ο δήμος διοικείται από τον δήμαρχο ο οποίος ορίζει χωρίς κανέναν έλεγχο τους αντιδημάρχους, αλλά και από τις επιτροπές (παλιά δημαρχιακή, σήμερα οικονομική και ποιότητας ζωής), αλλά σε μεγάλο μέρος και από το δημοτικό συμβούλιο. Μέχρι και τον νόμο του Καλλικράτη ο δήμαρχος είχε την απόλυτη πλειοψηφία στις επιτροπές αλλά και στο δημοτικό συμβούλιο.
Σε αυτό το μοντέλο σχεδόν όλες οι εκτελεστικές ενέργειες της διοίκησης του δήμου εγκρίνονται σε ποσοστό 90% από το δημοτικό συμβούλιο. Χαριτολογώντας λέω ότι ακόμα και την αγορά ενός μολυβιού πρέπει να την εγκρίνει το δημοτικό συμβούλιο. Η παντοδυναμία του δημάρχου νομιμοποιείται πολιτικά από την απόλυτη πλειοψηφία που δίνει ο λαός τη δεύτερη Κυριακή.
Αν κάποιος διαφωνεί με αυτό το «δημαρχοκεντρικό» μοντέλο πρέπει να αμφισβητήσει το μοντέλο στο σύνολό του. Και πράγματι σε όλο τον κόσμο υπάρχουν πολλά και διαφορετικά μοντέλα τα οποία πιθανόν να είναι και πιο δημοκρατικά και πιο αναλογικά και μπαίνουν στο τραπέζι συζήτησης. Το μεγάλο λάθος του νόμου του Κλεισθένη είναι ότι πήρε το παλιό μοντέλο ακριβώς όπως ήταν χωρίς καμία αλλαγή και θέσπισε την απλή αναλογική στο δημοτικό συμβούλιο και στις βασικές επιτροπές.
Χαριτολογώντας και πάλι θα λέγαμε ότι το σκεπτικό ήταν να αναγκαστούν «οι κακοί Έλληνες» να μάθουν να συνεννοούνται , να συνεργάζονται και να βρίσκουν κοινή γραμμή διοίκησης. Ας πούμε ότι ξαφνικά τους Έλληνες μας φωτίζει μια ανώτερη δύναμη και γινόμαστε Άγιοι δημοκράτες , και πάνε όλα καλά. Αυτό δεν μπορεί να γίνει σε όλους τους δήμους. Αν σε κάποιο δήμο αυτό δεν γίνει, γιατί θα υπάρχει έστω μόνο ένας «κακός» στον οποίο στηρίζεται η πλειοψηφία και ο οποίος δεν συμφωνεί, τότε ο στον δήμο σταματούν τα πάντα, αφού δεν μπορεί να εγκριθεί τίποτα.
Ποια είναι τότε η διέξοδος, η οποία υπάρχει πάντα στις δημοκρατίες; Εκλογές δεν μπορούν να ξαναγίνουν! άρα η δημοτική αρχή του δημάρχου δεν μπορεί να κάνει τίποτα για όλη τη θητεία της, εκτός και αν αλλάξει την πολιτική της, η προβεί σε συναλλαγή, σε αντίθεση με την πολιτική εντολή του 50% των πολιτών προς τον δήμαρχο.
Στην πράξη και στην πολιτική δεν υπάρχουν επιφοιτήσεις και άγιοι. Αντίθετα στην πολιτική έχεις να παλέψεις με συμφέροντα και να αντισταθείς στη συναλλαγή. Και αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο και δεν αφορά μόνο τους έλληνες, αποτελεί χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης και είναι μέρος του παγκόσμιου οικονομικοπολιτικού συστήματος.
Αν δεν γίνονταν οι τροπολογίες Θεοδωρικάκου, το λάθος του νόμου του Κλεισθένη θα τo πλήρωναν οι δήμοι, οι περιφέρειες και η χώρα ολόκληρη, με ανυπολόγιστες συνέπειες σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές που περνάμε. Αυτή είναι η αλήθεια γυμνή χωρίς ιδεοληψίες, υποκρισίες και επικοινωνιακά τρυκ. Ναι να συζητήσουμε για την απλή αναλογική στους δήμους, αλλά σε ένα άλλο μοντέλο δήμου. Παγκόσμια υπάρχουν πολλά καλά παραδείγματα. Ας τα μελετήσουμε...
(*) Ο κ. Γιώργος Σούλτης
είναι αντιδήμαρχος