Γνωρίζω ότι ως κοινωνικό και αληθινά δημοκρατικό ον, πρέπει να υπακούω τις θεσμικές εξουσίες της Πατρίδας μου, αλλά διαπιστώνω ότι κι αυτές αισθάνονται ότι βιώνουν μια ανισόρροπη, ανεξέλεγκτη και τραγική κατάσταση.
Θεωρούν ότι βρίσκονται σε πόλεμο μ’ έναν αόρατο εχθρό, ο οποίος πραγματοποιείται σε τρία πεδία μαχών. Πρώτον, της αντιμετώπισης μιας πανδημικής ίωσης, δεύτερον, της διαχείρισης της οικονομίας, στο πλαίσιο των διακριτών σχέσεων και τρίτον, της διαχείρισης της θεσμικής εξουσίας στο πλαίσιο της συνταγματικής και ηθικής νομιμότητας.
Ως εκ τούτου, ούτε και οι θεσμικές εξουσίες μπορούν να ισορροπήσουν, διότι εκτροχιάζονται είτε από ανημπορία, είτε από αλλότρια προσωπικά συμφέροντα των ιδίων, είτε από ανικανότητα και φαυλότητα των λογιών-λογιών παρατρεχάμενων.
Και ούτως εχόντων των πραγμάτων, η σκέψη μου στρέφεται στο παρελθόν. Το ανιχνεύει, φέρνοντας στη μνήμη όλη τη ζωή μου, από τότε που μπορώ να θυμάμαι μέχρι τώρα. Έρχονται εμπειρίες καλές, άσχημες, εμπειρίες που προσδιορίζουν μέχρι σήμερα το «είναι» μου.
Μετά ταύτα η σκέψη μου με μεταφέρει στο μέλλον, το τόσο άδηλο και τόσο απέραντο. Άραγε τι μου επιφυλάσσει; Θα προλάβω να επιβιώσω κάτι καλό, ευχάριστο, κάτι που θα περιέχει άδολη αγάπη και έρωτα, ή θα βιώσω βάσανα, πόνο και τον φόβο του θανάτου; (...του «ελευθερωτή» θα ‘λεγα...).
Τουλάχιστον εύχομαι να φύγω όρθιος και χωρίς πόνο, γαλήνιος και ήσυχος με τη συνείδησή μου ότι έδωσα τον αγώνα της ζωής που δικαιούμουν με επιτυχία στο πλαίσιο του «ευ αγωνίζεσθαι».
Η σκέψη μου με μεταφέρει και πάλι στο παρόν. Ένα σωρό σκέψεις με κατακλύζουν και εγείρονται ερωτήματα. Πού είναι η άδολη αγάπη που αποτελεί αυθύπαρκτο συστατικό των έλλογων και των μη έλλογων όντων;
Γιατί εγκαταλείψαμε τη φιλοσοφία, που μόνο μέσω αυτής μπορούμε, με τη διαλεκτική μέθοδο, να φτάσουμε σε τέτοιο επίπεδο αυτογνωσίας, ώστε ν’ αναστήσουμε μέσα μας την ελπίδα και να καταφέρουμε να ισορροπήσει η τρισδιάστατη ύπαρξή μας;
Δεν είναι ουτοπία όλα αυτά. Η ελπίδα είναι άρρηκτα συζευγμένη με την έννοια της πίστης. Της πίστης στο Θείο, που με τη φαντασία σε μεταφέρει στις εσχατιές της Δημιουργίας.
Η ελπίδα κινητοποιεί τον ρηξικέλευθο λόγο, σε μεταφέρει στη σφαίρα των εικαστικών τεχνών, στη μουσική, που σε αποκοιμίζει γλυκά και ονειρεύεται έναν κόσμο, στον οποίο ο ζωοδότης ήλιος με μεταφέρει με τις ακτίνες του στο ατελείωτο γαλάζιο τ’ ουρανού.
Μετά με εξακοντίζει στους λαμπυρίζοντες μικρόκοσμους της πλανεύτρας θάλασσας και ονειρεύομαι τις μούσες, τις ιππεύουσες αμαζόνες και προσπαθώ να τις τοξοβολήσω εύστοχα, αποτελεσματικά με το ζωοφόρο φίλτρο του φτερωτού έρωτα!
Από τον Λευτέρη Καραμουχτάρη