καταλαμβάνονταν από τον στρατό μας. Έτσι ο πληθυσμός της άρχισε να απομακρύνεται από την πόλη, παίρνοντας μαζί του ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει με άλογα και κάρα, καθώς και οι στρατιωτικές και πολιτικές διοικήσεις άρχισαν να μεταφέρουν τα αρχεία τους με όλο τον εξοπλισμό και τα πήγαν στην Καισάρεια.
Η πόλη ερήμωσε μετά κι από μία αεροπορική μας επιδρομή, όπου πολεμικό αεροσκάφος βομβάρδισε ένα οπλοστάσιο. Οι καταστροφές ήταν τρομερές και εκκωφαντικές, καθώς αναφέρει μια Ελληνίδα κάτοικος της Άγκυρας που έζησε τα συγκλονιστικά αυτά γεγονότα. «... οι Τουρκάλες φοβισμένες τρέχανε σε χριστιανικά σπίτια να κρυφτούν και λέγανε έξι ώρες μετά τον βομβαρδισμό, έρχονται τα στρατεύματα. Και αν δεν είχαν τον αιώνιο διχασμό τους, οι Έλληνες με ένα μπαστούνι θα έμπαιναν στην Άγκυρα. Τι έγινε έξαφνα; Όλα σταμάτησαν, σίγησαν τα κανόνια, ένας ψίθυρος μεταξύ των χριστιανών ακούστηκε, υποχώρησις» (βιβλ.1,σελ.125).
Στο ερώτημα αυτό της Ελληνίδας Ανδρονίκης Καρασούλη – Μαστορίδου πρέπει να δώσουμε μία απάντηση. Ο διοικητής της στρατιάς Α. Παπούλας, παρά το γεγονός ότι ο στρατός μας κατατρόπωσε τον τουρκικό στρατό καταλαμβάνοντας όλες τις αμυντικές κορυφογραμμές και μάλιστα την υψηλότερη του Τσαλ Νταγ από τη δεύτερη Μεραρχία μας εξουδετερώνοντας την 17η τουρκική μεραρχία στις 20-8-1921, έκρινε ότι επειδή οι σκοποί και τα επιτεύγματα της διάσκεψης της Κιουτάχειας στις 15-7-1921 είχαν επιτευχθεί και επειδή η τροφοδοσία και ο ανεφοδιασμός της Στρατιάς, που απείχε από τη Σμύρνη 700 περίπου χιλιόμετρα ήταν δύσκολος, στέλνει στις 22-8-1921 με τον διάδοχο Γεώργιο και τον Ξ. Στρατηγό μακροσκελή έκθεση στον υπουργό Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη, στην Προύσα, όπου αναλύει πώς έχει η κατάσταση στο στράτευμα και πώς «...Μία περαιτέρω προσπάθεια προς κατάληψη της Άγκυρας ήταν δυνατόν να επιφέρει την επιθυμητήν τελικήν νίκην, αλλά δυνατόν να επιφέρει και ατύχημα όπερ τη μέχρι τούδε θετικήν επιτυχίαν να μεταβάλλει σε αποτυχίαν, ήτις θα επιδράσει ολεθρίως επί των πολιτικών διαπραγματεύσεων... η δε προκεχωρημένη εποχή του έτους δυνατόν να καταστήσει μετά ολίγον τας επιχειρήσεις εξαιρετικώς δυσχερείς» (Βιβλ.2,σελ.104).
Όταν ο Θεοτόκης διάβασε την έκθεση της Στρατιάς ανησύχησε και έστειλε τηλεγράφημα να έρθει στην Προύσα. Ο Γούναρης αρνείται να πάει και προτείνει να του πάει ο Ξ. Στρατηγός την έκθεση. Το απόγευμα στις 25-8-1921 ο Ξ. Στρατηγός φθάνει στην Αθήνα με την έκθεση και βάζει τον Γούναρη σε μεγάλο προβληματισμό, καθότι την επόμενη μέρα παίρνει από τον Θεοτόκη (που ήταν πρωτοστάτης στην προς Άγκυρα εκστρατεία), τηλεγράφημα που του έλεγε ότι αν σταματήσουν την επιχείρηση, κανείς στο εσωτερικό και εξωτερικό δεν «θα πιστέψει ότι ενικήσαμεν τον πόλεμον, παρά τας μεγάλας επιτυχίας μας».
Η καθυστέρηση όμως της απάντησης στην έκθεση της Στρατιάς ανάγκασε τον Παπούλα να στείλει νέο επείγον τηλεγράφημα στις 26-8-1921 στον Θεοτόκη, στο οποίο έλεγε ότι ο τουρκικός στρατός εξοπλίζεται και ανανεώνεται συνεχώς και ότι: «... παράτασην επιχειρήσεων θεωρώ επικίνδυνον. Στρατός απέδωσεν ότι ηδήνατο... Επίτευξιν ταχείας ανακωχής κατόπιν μέχρι σήμερον επιτυχιών θα ήτο αρίστη λύσις και από ηθικής απόψεως και συμφέροντος στρατεύματος. Παρακαλώ να μου γνωστοποιήσετε τις σκέψεις της κυβερνήσεως όπως ρυθμίσω στρατιωτικά μέτρα».
Ο Γούναρης βρέθηκε σε μεγάλη αγωνία και απάντησε στον Παπούλαμε με τηλεγράφημα που στο τέλος έλεγε ότι: «διαρρυθμίσετε αποφάσεις και ενέργειες υμών συμφώνως προς το στρατιωτικόν συμφέρον». Με την απάντηση όμως αυτήν του Γούναρη ενισχύθηκε η άποψη του Παπούλα ότι η Στρατιά έπρεπε να εγκαταλείψει την προς Άγκυρα εκστρατεία και να υποχωρήσει δυτικά του Σαγγάριου.
Τις μέρες όμως εκείνες ο Παπούλας είχε να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό πρόβλημα με τον διοικητή του Β’ Σώματος Στρατού αντιστράτηγο πρίγκιπα Ανδρέα, αδερφό του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος έστειλε επιστολή στη Στρατιά και ζητούσε να μετακινηθεί το Β’ Σώμα Στρατού από το δεξιό της παράταξης προς τα αριστερά, όπου ήταν το Γ’ Σώμα Στρατού, για να βοηθήσει στην αναμενόμενη επίθεση του τουρκικού στρατού.
Στη μία το βράδυ στις 26 Αυγούστου με εντολή του πρίγκιπα Αντρέα η 9η Μεραρχία άρχισε να μετακινείται προς το Γ’ Σώμα Στρατού αυτόβουλα. Τα ξημερώματα ο Παπούλας χωρίς να γνωρίζει τη μετακίνηση της 9ης Μεραρχίας, έστειλε επιστολή για να μην μετακινηθεί το Β’ Σώμα Στρατού και καταλήγει: «... μόνος αρμόδιος κρίνει και αποφασίσει τυγχάνω εγώ ως διοικητής Στρατιάς».
Τη μετακίνηση αυτήν οι Τούρκοι την εξέλαβαν ως υποχώρηση και πανηγύριζαν, ενώ ο Κεμάλ μετά τις 2 τα μεσάνυχτα έκανε συμβούλιο με όλο το επιτελείο του και αποφάσισε η αντεπίθεση να γίνει τα ξημερώματα στις 28 Αυγούστου και διέταξε: «... ρίξετε στη μάχη όλες τις εφεδρείες εδώ στα βορινά, είπε δείχνοντας τον χάρτη. Πρέπει να κόψουμε τον δρόμο υποχώρησης του εχθρού» (βιβλ.2,σελ.109).
Έξαλλος ο Παπούλας για την αντιπειθαρχική ενέργεια του Β’ Σώματος δεν θεώρησε υπεύθυνο τον διοικητή πρίγκιπα Ανδρέα, αλλά τον επιτελάρχη Αλέξανδρο Γαβαλιά, τον οποίο αντικατέστησε με τον συνταγματάρχη Π. Νικολαΐδη, διοικητή μέχρι τότε της ταξιαρχίας ιππικού.
Η τουρκική επίθεση άρχισε στις 5 το πρωί στις 28-8-1921 ενάντια στο Α’ και Β’ Σώμα Στρατού με μεγάλες απώλειες για τους Τούρκους και στις 8:30 έγινε η επίθεση κατά του Γ’ Σώματος Στρατού, το οποίο αναγκάσθηκε σε υποχώρηση. Το έκτακτο στρατοδικείο της επαναστατικής κυβέρνησης του Πλαστήρα στις 20-11-1922 για την παράβαση αυτή καταδίκασε τον πρίγκιπα σε έκπτωση από τον βαθμό του και ισόβια υπερορία (εκδίωξη έξω των ορίων της χώρας). Ο γιος του Φίλιππος 99 ετών, είναι σήμερα ο σύζυγος της βασίλισσας Ελισάβετ της Αγγλίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) «ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ, Το έπος της Μικράς Ασίας», ΧΡ. ΕΜ. ΑΓΓΕΛΟΜΑΤΗ, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα,1963.
2) «Τα φοβερά ντοκουμέντα «ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ», ΔΗΜ.ΦΩΤΙΑΔΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΥΤΡΑΚΗ, Αθήνα, 1974.
Από τον Στέφανο Παπαγεωργίου