Είναι αλήθεια, πως κουραστήκαμε από την πολύχρονη και πολύπλευρη κρίση και εύκολα αντιδρούμε με θυμό και αγένεια.
Οι εθνοπατέρες μας, βέβαια, προσπαθούν με κάθε ψευτιά και μαεστρία, να μας δίνουν κάθε φορά μια χαρμόσυνη νότα αισιοδοξίας. Αλλά δεν πιάνει. Το τομάρι μας άργασε στην ψευτιά και την απατεωνιά και η διάθεση να τους πιστέψουμε, σαν λογικοί βέβαια άνθρωποι, δεν υπάρχει.
Ο καταιγισμός λοιπόν των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης, συχνά παγιδεύει τη σκέψη και τα συναισθήματά μας. Και επειδή γίναμε και έρμαιοι της περιρρέουσας αυτής ατμόσφαιρας, θέριεψε μέσα μας, μαζί με τα άλλα ζιζάνια, η αυταρέσκεια και ο εγωισμός.
Έτσι κάθε τι, που δεν το θεωρούμε δικό μας ή που δεν απηχεί τις ατομικές μας ιδέες και πεποιθήσεις, μας οδηγεί στην καταδίκη του. Εύκολα πλάθουμε μια ετικέτα, για ό,τι στέκεται αντίθετο με μας και το καταδικάζουμε.
Το αποποιούμεθα. Το θεωρούμε όχι μόνον υποδεέστερο, αλλά και εχθρικό. Φτάνουμε μάλιστα στο σημείο, συχνά άδικα πολλές φορές να το χλευάζουμε, με χαρακτηρισμούς άσχημους. Του κολλάμε λοιπόν ένα δεύτερο όνομα, συχνά με υποτίμηση, που πολλές φορές είναι ανάρμοστο. Δηλαδή απαξιώνουμε τον συνάνθρωπό μας.
Και ενώ το φαινόμενο αυτό είναι γενικευμένο, στις καθημερινές μας πρακτικές, συμβαίνει συχνά και οι άλλοι να ενεργούν με τον ίδιο τρόπο, απαξιώνοντάς μας. Και τότε οργιζόμαστε, ενεργούμε άσχημα, θυμώνουμε.
Μας πειράζει πολύ, όταν οι άλλοι μας κολλάνε την ετικέτα του «Τεμπέλη», του «Μπαταχτσή» ή ως «Νόθοι των Αρχαίων προγόνων» μας. Ψυχολόγοι και εξομολόγοι, μας λένε, πως τα δικά μας ελαττώματα, συχνά προσπαθούμε να τα αποδώσουμε στους άλλους.
Δίκαια λοιπόν ο θυμόσοφος ελληνικός λαός, στιγματίζει αυτή την τακτική μας, με την παροιμία «Ο γάιδαρος κορόιδευε τον πετεινό κεφάλα». Δεν θέλουμε να μας θίγουν όταν εμείς θίγουμε τους άλλους.
Από τότε ακόμα ο παραμυθάς ο Αίσωπος, επισήμανε αυτή την κατηγορία των ανθρώπων, με τον μύθο: «Έκαστος των ανθρώπων, δύο πήρας (σακούλια) φέρει. Την μεν έμπροσθεν, την δε όπισθεν. Έμπροσθεν έχει τα κακά των άλλων, όπισθεν δε τα δικά του κακά».
Αλλά και ο Νίτσε τονίζει πως «Οι ανώτεροι άνθρωποι, κρίνουν τους εαυτούς των. Οι δε κατώτεροι κρίνουν τους άλλους». Να και ο απαγορευτικός λόγος του Χριστού μας. «Μην κρίνετε ίνα μη κριθείτε».
Αλήθεια πόσους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς δεν έχουμε για τους άλλους; Είτε Έλληνες, είτε ξένους. Πρώτα στολίζουμε τους συν-Έλληνες: «Οι Κρητικοί, που είναι οι βρακοφόροι πιστολάδες». «Οι Βολιώτες είναι αυστριακοί (δηλ. κακοί, αφιλόξενοι». «Οι Μανιάτες ξεροκέφαλοι». «Οι Κεφαλλωνίτες είναι τρελάρες», «Οι Θεσσαλονικιώτες ραχατλήδες», «Οι ξηρομερίτες, μαχαιροβγάλτες».
Τον δάσκαλο τον απαξιώνουμε με τον «δασκαλάκο» δηλαδή κάτι το λειψό, το ευτελές. Συλλήβδην και αθρόως, υποτιμάμε τους εφοριακούς ή τους πολεοδόμους ως «φακελάκηδες».
Τελευταία την πρωτειά την πήραν οι γιατροί σαν «Εκβιαστές ή ανάλγητους στον πόνο των συνανθρώπων τους». «Οι Καραγκούνηδες, είναι οκνοί σαν τα βάλια τους» (Βουβάλια).
Αλλά και οι ξένοι δεν ξεφεύγουν από τις απαξιωτικές ετικέτες μας. Οι Αλβανοί είναι πλιατσικολόγοι, κλέφτες και φονιάδες.
Οι Εβραίοι είναι τσιγκούνηδες. Οι σταυρωτήδες του Χριστού μας. Το ισχυρό τους λόμπυ στην Αμερική, που ρυθμίζουν καταστάσεις. Οι Γεωργιανοί φονιάδες και απάνθρωποι. Οι Τούρκοι είναι μπουνταλάδες και απολίτιστοι. Οι Γερμανοί με τη βία και τον πόλεμο στο αίμα τους. Οι Αμερικανοί είναι τα αφελή Αμερικανάκια. Ή φονιάδες των λαών. Άσχετα αν οι άνθρωποι από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξεπατρίσθηκαν για να πολεμήσουν σε ξένες χώρες, για τη λευτεριά και τη Δημοκρατία. Οι Άγγλοι; Έλα μωρέ την κουνάνε την αχλαδιά. Ή «Οι κλέφτες των μαρμάρων μας». Οι Πακιστανοί, που μπροστά τους πάει η δυσοσμία τους.
Και οι Τσιγγάνοι, γύφτοι δύσοσμοι, άθρησκοι και απάτριδες. Οι Ιταλοί είναι κοκορόφτεροι μακαρονάδες. Δεν αφήνουμε κανέναν. Όλους τους βγάζουμε στο χλωρό κλαρί.
Είναι τούτο μια ένδειξη ρατσισμού; Όχι δεν είναι ρατσισμός. Απλούστατα είναι μια τάση, να κρίνουμε και να λοιδορούμε τους άλλους, για μειονεξίες και ελαττώματα, που συχνά κουβαλάμε εμείς οι ίδιοι στην πλάτη μας.
Το φαινόμενο τελευταία πήρε σοβαρές διαστάσεις. Και δυστυχώς επηρεάζει το θυμικό μας και μας οδηγεί σε μικρόψυχες συμπεριφορές.
Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου