πολλά χρόνια, γιατί δεν υπάρχει εναλλακτική.
Η υπόμνηση του συνθήματος της Θάτσερ (There Is No Alternative) «εν έτει» 2020 με προσγείωσε στις συντεταγμένες των νεοφιλελεύθερων του ‘90 και τις πολιτικές που εφάρμοσαν όπου κατέλαβαν πολιτικούς θώκους. Οι θιασώτες αυτών των ιδεών εισήγαγαν με επιθετικό τρόπο την αμφισβήτηση – αν όχι την ενοχοποίηση – της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Η προσφιλής τους φράση ήταν η «ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας».
Κινούμενοι από εμμονή και ιδεοληψία ευνοούσαν την αγορά όλων των επιχειρήσεων από ιδιώτες (κεφάλαιο) ως και αυτών που αντικείμενό τους ήταν κοινωνικά αγαθά όπως το ρεύμα, το νερό, μέσα μαζικής μεταφοράς, υγεία, παιδεία. Η ιδέα αυτή στην πράξη σήμαινε επέκταση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής σε χώρο που σύμφωνα με τις σοσιαλδημοκρατικές ιδέες ανήκε σε δημοτικές, δημόσιες και συνεταιριστικές επιχειρήσεις. Άνοιγε έτσι «πεδίο δόξης λαμπρόν» για την αύξηση των κερδών των μεγάλων εταιρειών και τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων παγκοσμίως.
Εκτός του στόχου της αφαίρεσης παραγωγικής δραστηριότητας από το ευρύτερο δημόσιο, οι νεοφιλελεύθεροι υποστήριξαν τη δραστική μείωση του κοινωνικού κράτους. Με το ουδέτερο σύνθημα του περιορισμού των δαπανών στοχοποιούνταν κοινωνικά επιδόματα και λαϊκές παροχές πάνω στα οποία στηρίζονταν η επιβίωση πολλών πολιτών των κατώτερων τάξεων και η δωρεάν παιδεία και υγεία του λαού.
Η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του «τέλους της Ιστορίας», ευνόησαν την προώθηση νεοφιλελεύθερων ιδεών. Μπορεί να ιδιωτικοποιήθηκε ο σιδηρόδρομος, για παράδειγμα, στο Ηνωμένο Βασίλειο και πολλές επιχειρήσεις ύδρευσης σε διάφορες πόλεις, η παγκόσμια κοινή γνώμη όμως είναι αντίθετη με την ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υποδομών.
Επιπρόσθετα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό το κοινωνικό κράτος και απειλείται η διατήρηση της αυστηρότητας των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών που απαιτούν οι νεοφιλελεύθεροι.
Με ξένισε η προφητεία του παλιού γνώριμου ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει αντίπαλο. Με προβλημάτισε το γεγονός ότι τη στιγμή που διαμορφώνονται οι δύο αντίπαλοι πόλοι, ο συντηρητικός με τη Ν.Δ. κυρίαρχη δύναμη και ο προοδευτικός με κυρίαρχη δύναμη τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, κάποιοι του κεντρώου χώρου που οδοιπόρησαν για χρόνια με το ΠΑΣΟΚ, συντάσσονται με τη Ν.Δ. για να υλοποιήσουν δήθεν τα οράματά τους. Η αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εποχή των μνημονίων δημιούργησε κατά τα φαινόμενα απωθημένα σε βάρος του με αποτέλεσμα τη διάρρηξη των σχέσεών τους με την Αριστερά.
Οι ίδιοι καλούν, εξ αντικειμένου, τον κόσμο να μην αντιτίθεται στην ιδιωτικοποίηση του δικτύου της ενέργειας που αποφάσισε ο κ. Χατζηδάκης. Δεν είναι ώρα γι’ αυτούς να μείνουν κι άλλο χρόνο εκτός του δημόσιου συστήματος υγείας και των ΔΕΥΑ (ύδρευσης) τα ΣΔΙΤ που επαγγέλεται ο κ. Μητσοτάκης. Δεν τους ενοχλούν ακόμη τα μέτρα Βρούτση σε βάρος των εργαζομένων ούτε οι αντιδραστικές αλλαγές της κας Κεραμέως στην εκπαίδευση.
Η εναλλακτική στις επιλογές Μητσοτάκη για τα κοινωνικά αγαθά είναι να παραμείνουν ως κοινωνική ιδιοκτησία στο ευρύτερο δημόσιο (δημοτικές και δημόσιες επιχειρήσεις) και να λειτουργούν με ιδιωτικο – οικονομικά κριτήρια. Υπάρχουν πρότυπα βιώσιμα. Ο κ. Μητσοτάκης, παρότι οι νεοφιλελεύθερες ιδέες δεν είναι στα πάνω τους με την κρίση του 2008 και την κρίση του κορονοϊού του 2020, σαν έτοιμος από καιρό, αντί να υιοθετήσει την άποψη «βιώσιμες επιχειρήσεις με καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας», επέλεξε να στηρίξει επιχειρήσεις ημετέρων με απ’ ευθείας αναθέσεις χωρίς διαγωνισμούς, των στελεχών που διόρισε σε καίριες διοικητικές θέσεις.
Εναλλακτική στον περιορισμό των δαπανών αποτελεί η ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους που αποτελεί τη μόνη εγγύηση της κοινωνικής συνοχής.
Στη φάση που διανύουμε η κυβέρνηση καλείται να μελετήσει την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ «Μένουμε Όρθιοι ΙΙ» και χωρίς αγκυλώσεις να στοχεύσει στη μείωση της ύφεσης με χορήγηση ρευστότητας για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Η δίκαιη ανάπτυξη με ένα προοδευτικό κυβερνητικό πρόγραμμα που θα υλοποιήσει μια προοδευτική κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί τη συνολική εναλλακτική λύση στο αντιδραστικό και άδικο σύστημα διακυβέρνησης που οικοδομεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη.