Η ιστορική συνέχεια έδειξε ότι το μήνυμα δεν ελήφθη κι ότι οι άνθρωποι αντί για συνεννόηση και συνεργασία προτίμησαν, πολλές φορές, τον ακραίο ανταγωνισμό και τον πόλεμο. Ετοιμαζόμαστε, λοιπόν, να μπούμε στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα και οι μεν τεχνολογικές επαναστάσεις δρομολόγησαν την ταχεία υλοποίηση του ανοίγματος των οικονομιών (παγκοσμιοποίηση) η δε, προσφάτως, ενσκήψασα και ακόμη παρούσα πανδημία, που αποκάλυψε δυνατότητες και αδυναμίες μας, επιτάχυνε, ως καταλύτης, τις εξελίξεις προς πιο επισφαλή, δυστυχώς, κατεύθυνση. Για την προσεχή, μάλιστα, δεκαετία, διανοούμενοι και οικονομολόγοι διεθνούς αναγνώρισης, όπως π.χ. ο Νουριέλ Ρουμπινί, προβλέπουν, με βάση κάποιους δείκτες (π.χ. παγκόσμιο χρέος, ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας, αναθεώρηση της ιδέας της παγκοσμιοποίησης…), μεγάλη οικονομική ύφεση, δεκαετούς περίπου διάρκειας, που θα ξεπεράσει εκείνη του 1920.
Η αναθεώρηση, βεβαίως, ιδεών ή σχεδίων δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητικό γεγονός. Τουναντίον μπορεί να είναι και θετική όταν κάπου τα πράγματα στραβώνουν κατά την εκτέλεση π.χ. ενός project. Η μονομερής, όμως, προσπάθεια αναθεώρησης της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης από τις νέες ηγεσίες των αναθεωρητικών κρατών (π.χ. Τραμπ / ΗΠΑ), με τις ευλογίες οικονομικών συμφερόντων και των ψηφοφόρων τους, φανερώνουν -εκτός από την ύπαρξη μεγάλων οικονομικών προβλημάτων- και τον φόβο τους για απώλεια της κυριαρχίας τους στον κόσμο. Βασικός τους ανταγωνιστής η Κίνα με τον τριπλάσιο, τουλάχιστον, ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και με την αντίστοιχη πλανητική οικονομική της διείσδυση. Κι αυτό αποτελεί ένα είδος ειρωνείας της ιστορίας: μια πρώην κομμουνιστική χώρα κερδίζει στον οικονομικό ανταγωνισμό τη μητρόπολη του καπιταλισμού.
Το γεγονός αυτό είναι που οδηγεί βαθμιαία την -με τη μεγαλύτερη ακόμη στρατιωτική ισχύ- Ουάσινγκτον σε έναν προληπτικό -αρχικά εμπορικό- πόλεμο ενάντια στην Κίνα που στη συνέχεια θα μπορούσε να εξελιχθεί σε «ψυχρό» πόλεμο ή ακόμη και σε «θερμή» παγκόσμια σύρραξη. Προς τούτο η μετατόπιση του στρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στον Ειρηνικό, γι’ αυτό τον λόγο (αλλά και για εσωτερική κατανάλωση) οι πρόσφατες επιθέσεις του Ντ. Τραμπ στην Κίνα για τον κορονοϊό, προς τούτο η εγκατάλειψη των Κούρδων και η «παραχώρηση» εξουσίας για τον έλεγχο της Συρίας στη Ρωσία, προς τούτο και η στρατιωτική ενδυνάμωση και η εκχώρηση αρμοδιοτήτων στρατηγικού ελέγχου τμημάτων της περιοχής των Βαλκανίων, της Β. Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου στην Τουρκία. Η οποία είναι ευνόητο ότι θα επιδιώξει -το βλέπουμε- να το αξιοποιήσει ποικιλοτρόπως.
Στις συνθήκες αυτές, της αυξανόμενης αστάθειας στο διεθνές σκηνικό, η πατρίδα μας, εξέρχεται επιτυχώς, κατά το υγειονομικό σκέλος, από την πρώτη φάση της πανδημίας και ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει -μεταξύ άλλων- δύο πολύ σημαντικά ανοιχτά ζητήματα: την επανεκκίνηση της Οικονομίας και τα εθνικά θέματα. Στο θέμα της Οικονομίας είναι δυσοίωνη η ανάλυση του έγκριτου Κ. Καλλίτση σε άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής» («Ούτε σχέδια, ούτε προσχέδια υπάρχουν», 24/5/20) όπου καταλήγει: «Να θυμόμαστε ότι η δυναμική της ελληνικής οικονομίας είχε γυρίσει (επί τα χείρω) αρκετούς μήνες πριν ξεσπάσει η πανδημία». Αυτή η επισήμανση κάνει σε ολοένα και πιο πολλούς να αναπολούν τη σοβαρότητα, την αξιοπιστία αλλά και το… χιούμορ του Ευκλείδη Τσακαλώτου που, σε συνδυασμό με τη σοβαρή δουλειά άλλων κυβερνητικών στελεχών, τότε, είχαν δημιουργήσει αισθήματα ασφάλειας στους ανθρώπους των χαμηλότερων, κυρίως, κοινωνικών στρωμάτων.
Στο πεδίο των ελληνοτουρκικών «εχθροπραξιών» -όπως ξαναγράψαμε- απαιτείται από την παρούσα κυβέρνηση ψυχραιμία και όχι επικίνδυνα δείγματα πανικού όπως συνέβη π.χ. στην περίπτωση του Oruc Reis ή στην περίπτωση της «κατάληψης» ελληνικού εδάφους στον Έβρο.
Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στις «παγίδες», ενδυνάμωση της συνοχής μας, ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος, καλός σχεδιασμός και προσήλωση στο διεθνές δίκαιο. Είναι απαραίτητη, επίσης, η με κάθε διαθέσιμο τρόπο επιδίωξη συνεννόησης με τους γείτονες και η αποφυγή κάθε σκέψης για πόλεμο. Το καθιστούν απαγορευτικό οι υπάρχοντες συσχετισμοί δύναμης, οι επισφαλείς συμμαχίες μας, η δεδηλωμένη υποστηρικτική στάση συμμάχων και εταίρων προς την Τουρκία και η μακροχρόνια δική μας οικονομική εξασθένιση. Θα ήταν πραγματική επιπολαιότητα και αποκοτιά κάθε ιδέα, αυτή τη στιγμή, «θερμής» σύγκρουσης διότι τότε θα δικαιώναμε τον Δημόκριτο που είπε: «δάσκαλος για τους ανόητους είναι η συμφορά».
Επιπροσθέτως, προκειμένου να πάμε σε καταστάσεις μεγαλύτερης ευστάθειας, οφείλουμε, ως κοινωνία, να κάνουμε ώριμες επιλογές. Να βαδίζουμε με προσεκτικά βήματα, αντλώντας διδάγματα από την περίοδο του Covid-19, με σκληρή δουλειά και «λιτό βίο». Αλλιώς, «θυσιάζοντας» ξανά και διαρκώς στους βωμούς των θεών του καταναλωτισμού και (ξανα)γεμίζοντας νυχθημερόν τους «ναούς» της Εθνικής Οδού, είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθούμε εκ νέου, συντομότερα από όσο νομίζουμε, σε μια ακόμη παράδοση άνευ όρων σε «φίλους» και «εχθρούς», σε μια ακόμη χρεοκοπία, σε έναν ακόμη διεθνή εξευτελισμό και σε περαιτέρω εθνική αποδυνάμωση ίσως και συρρίκνωση.
Αφού δε επιλέξαμε να μπούμε και να παραμείνουμε στο ευρωπαϊκό πλαίσιο οφείλουμε να ακολουθήσουμε τον δύσκολο δρόμο του εξορθολογισμού των δομών στη Δημόσια Διοίκηση, στη Δικαιοσύνη, στην Εκπαίδευση, στην Υγεία, στην Άμυνα και πρωτίστως στην Οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι εμείς, ως απλοί πολίτες, οφείλουμε να ξεχάσουμε τις παλαιοκομματικές μας συνήθειες και η πολιτική «τάξη» οφείλει, επίσης, με θαρραλέες θεσμικές αλλαγές, να αποσυνδεθεί πλήρως από τον οικονομικό-μεγάλο και μικρό-παρασιτισμό, να σταματήσει τις χάρες σε ημετέρους και τη διαπλοκή μαζί τους και να απαρνηθεί τον λαϊκισμό. Αλλιώς θα αποτελεί δίκαιη κρίση το να μας θεωρούν φίλοι και αντίπαλοι ως τα «κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας» που αρνούμαστε να υποταχθούμε σε κανόνες ή να υπηρετήσουμε με συνέπεια κοινούς στόχους. Και αυτό στους καιρούς μας, στον σύγχρονο κόσμο, μπορεί να συνιστά, όντως, τραγωδία.
Από τον Δημήτρη Νούλα,
χημικό