οι άνδρες της εμπροσθοφυλακής, όταν το εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων μισθοφόρων πολεμιστών υπό τον Ξενοφώντα, το 401 π.Χ. βρέθηκε πολύ κοντά στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, στο ύψος της Τραπεζούντας. Είναι η πολύ γνωστή από την ιστορία Κάθοδος των Μυρίων (10.000 ανδρών), όπως την αφηγείται πολύ παραστατικά ο περίφημος ιστορικός και φιλόσοφος της αρχαιότητας Ξενοφών στο έργο του, «Κύρου Ανάβασις».
Η ιστορική αυτή ιαχή των δύο ίδιων λέξεων που σήμανε τη λήξη των δεινών τα οποία υπέστησαν κατά τη διάρκεια των δέκα πέντε μηνών, διασχίζοντας με τα πόδια καθέτως τη Μικρά Ασία οι στρατιώτες στην επιστροφή τους στην πατρίδα, έδρασε ανακουφιστικά και λυτρωτικά στους ταλαιπωρημένους και τόσο εξαντλημένους από τις κακουχίες και τις επιθέσεις αγρίων φυλών, πολεμιστές.
Κάπως έτσι, τηρουμένων των αναλογιών, πρέπει να έδρασε και η λήξη των περιοριστικών μέτρων της κυκλοφορίας στους συμπολίτες μας, που ξεχύθηκαν με τόση σπονδή και λαχτάρα να… καταλάβουν μια θέση στις παραλίες.
Ανήμερα της γιορτής του Αγίου Αχιλλίου, Παρασκευή, 15 Μαΐου, ο γράφων, λίγο πριν το μεσημέρι, βρέθηκε στον δρόμο κατευθυνόμενος προς τα ορεινά της Αγιάς και αυτό που είδαν τα μάτια του, του θύμισαν την κάθοδο των μυρίων… εποχούμενων προς τη θάλασσα της ευρύτερης περιοχής του Αγιοκάμπου. Βολίδες ερχόντουσαν από πίσω τα αυτοκίνητα που προσπερνούσαν για να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα, λες και η ζωή τελειώνει κάπου εδώ, λες και δεν θα έβλεπαν άλλη φορά τη θάλασσα. Βέβαια, από την άλλη μεριά οι άνθρωποι έχουν και κάποιο δίκιο, αφού ο συνδυασμός της τριήμερης αργίας με τις πολύ υψηλές για αυτήν την εποχή θερμοκρασίες και το ελεύθερο της κυκλοφορίας, όσο κι αν τα καταστήματα της εστίασης παρέμεναν ακόμα κλειστά, έδρασε λυτρωτικά στους φανατικούς φίλους της θάλασσας.
Κοιτάζοντας ύστερα απ’ το βουνό ψηλά τον καταπράσινο κάμπο με τους οπωρώνες που τον διαπερνά ο δημόσιος δρόμος -έξω απ’ την Αγιά- έβλεπες τα αυτοκίνητα, σαν τα μυρμήγκια το ένα πίσω απ’ το άλλο, να συνεχίζουν την πορεία τους προς τον θαλασσινό τους προορισμό. Την ίδια στιγμή που στα πεδινά συνέβαιναν αυτά, εκεί πάνω στα ορεινά, στα ευλογημένα χώματα του κατάφυτου με όλα τα είδη των δέντρων Κίσσαβου, τα κεράσια ετοιμάζονται να κοκκινίσουν και τα κάστανα που ασφυκτιούν μέσα στο πράσινο ακόμα αγκαθωτό τους περίβλημα, ρουφάνε όσο μπορούν τη βουνίσια ζωή, για ν’ απελευθερωθούν σε λίγους μήνες. Είναι από τα αγαπημένα βουνά ο Κίσσαβος, αφού όλο τον χρόνο μάς χαρίζει τα αρώματα της άγριας ρίγανης, της μέντας, του τσαγιού, την άγρια γλύκα του μαύρου βατόμουρου, τη μοναδική γεύση του φιρικιού και την αντρίκια στιφάδα του κάστανου.
Να, κι ο ποιητής Κ. Βάρναλης, βλέποντας τη θάλασσα από το βουνό ψηλά, συμφιλιωτής και ισορροπιστής, εξισώνει τις ομορφιές της με αυτές του βουνού, ως βουβή και ανώτατη προϋπόθεση της ύπαρξης.
Να σ’ αγναντεύω θάλασσα να μη χορταίνω
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη
με τα μαλαματά σου τα πολλά.
(απόσπασμα)
Από τον Τάσο Πουλτσάκη