Να βλέπω και απλώνονται ως πέρα τα ολόχρυσα στάχυα γεμάτα καρπό, σαν θα λυγίζουν απ' την ανάσα το φύσημα του λίβα, περνώντας πάνω τους, κι αυτά να λάμπουν χρυσαφένια έτοιμα, ώριμα για το μάζωμα.
Πώς θέλω να γίνω ένα με τους θεριστές στον κάμπο με το δρεπάνι στο χέρι και στο κεφάλι μαντήλι, να θερίζουμε τα στάχυα, κι ύστερα μαζεύοντας σε δεματιές μαζί τους και γω, να βοηθώ στη μεταφορά τους ρίχνοντας στα κάρα που θα ζεύουν άλογα.
Αυτό επιθυμώ να ζήσω, τον παλιό τρόπο του θερισμού όπως τότε, πριν εμφανιστούν οι μηχανές του καινούριου της τεχνολογίας. Πόσο νοσταλγώ να δω να ζωντανεύουν οι εικόνες στα αλώνια, λες βγαλμένες από τις μαυρόασπρες φωτογραφίες της παλιάς Λάρισας, αυτές που μας άφησε κληρονομιά, του αξέχαστου "Τάκη Τλούπα". Έχουν μια γοητεία για μένα, κοιτάζοντας έχω την αίσθηση πως ο χρόνος σταμάτησε, και μεταφέρομαι σ' εκείνες του παρελθόντος σκηνές ζωής. Απ' τα παλιά καλά χρόνια, γιατί περνούσαν ήρεμα, απλά, δίχως άγχος, εφόσον οι απαιτήσεις της ζωής ήταν λιγότερες, με περιθώρια χρόνου, χωρίς το ανελέητο συνεχές κυνηγητό. Και εφόσον αναφέρομαι επιστρέφοντας και αναπολώντας τα περασμένα ας τα αφήσω για λίγο, νάρθω στο σήμερα.
Όλοι γνωρίζουμε πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος καλλιέργειας, συγκομιδής, έγινε πιο εύκολος, ταχύτερος. Από το μάζεμα της ελιάς, του σιταριού, των καπνών, του βαμβακιού κι άλλων πολλών καλλιεργειών, κοπιαστικών και χρονοβόρων, εφόσον γινόταν με τον παραδοσιακό τρόπο που τώρα αφήσαμε. Έτσι παντού βλέπουμε νάχουν εισχωρήσει οι μηχανές, με τέλειους εξοπλισμούς που βοηθούν, ξεκουράζουν, αντικαθιστούν πολλές φορές τον άνθρωπο, που ζει από τη μάνα γη. Είναι σίγουρα πρόοδος, είναι εξέλιξη. Αυτό όμως που λείπει για μένα και με συγκινεί, είναι εκείνη η συντροφικότητα, η ζεστασιά, η παρουσία η ανθρώπινη να υπάρχει διάχυτη παντού.
Τη θέλω γύρω μου, στους αγρούς, στους ελαιώνες, στους αμπελώνες, όλοι μαζί σκυμμένοι στη δουλειά, με γέλια με τραγούδια ν' ακούγονται ως πέρα, διώχνοντας τον θόρυβο των μηχανών που αντηχεί τώρα εκεί. Δεν θέλω το κρύο του σίδερου. Θέλω το ανθρώπινο χέρι πάνω στον καρπό την ώρα του μαζέματος, αυτό με ευχαριστεί, σαν φαντάζομαι τώρα τον εαυτό μου, ανάμεσα στις γυναίκες, στους άνδρες της δούλεψης, ολημερίς, στου μόχθου τον ιδρώτα, να μας λούζει το πρόσωπο.
Κι ύστερα η γλυκιά αίσθηση της ξεκούρασης καθώς πλησιάζει η ώρα να ξαποστάσουμε, μια ανάσα δροσιάς πίνοντας απ' το νερό του παγουριού που μας περιμένει κρεμασμένο,
Όλοι οι δουλευτές του κάμπου μια παρέα, να καθήσουμε γύρω, κάτω στη γη απλώνοντας το λιτό γεύμα, ψωμί ζυμωμένο απ' του κόπου τον ιδρώτα τον ιερό, τον κάματο, της σκληρής δουλειάς, της πάλης στον αγώνα για τον επιούσιο.
Κι είναι το ψωμί πιο γλυκό, κι όπως κόβεται να μοιραστεί, ν' αφήνεται δίπλα στην κούπα με το κρασί και τις ελιές, είναι του Θεού ευλογία.
Στη συνέχεια εκεί των δένδρων, κάτω από το πυκνό φύλλωμα να κόβει τις καυτές ακτίνες του ήλιου, θα γύρουμε το κουρασμένο κορμί, να δοθούμε στου ύπνου την αγκαλιά παραδομένοι.
Η ησυχία τώρα επικρατεί σ' όλον τον κάμπο, τα γέλια, τα τραγούδια, οι φωνές θα πάψουν. Είναι οι στιγμές της ανάπαυλας, της ξεκούρασης, για λίγο μετά στου θέρους τον ξεσηκωμό ξανά, ως εκεί που θα δώσει ο ήλιος, να πάρουμε τον δρόμο του γυρισμού.
Με το ξημέρωμα πάλι για τη δουλειά να μας περιμένει το χρυσάφι του κάμπου, για του θερισμού το μάζωμα μέσα στους απέραντους ατελείωτους χωραφένιους θησαυρούς της γης.
Το μάτι δειλό όμως το χέρι τολμηρό, μας λέει η γνωστή παροιμία. Γρήγορα όλα θα τελειώσουν κι ο καρπός του σιταριού θα πάρει τον δρόμο του για τον μύλο, να αλεστεί, να βγάλει αλεύρι. Ευλογημένος τούτος ο κάμπος ο θεσσαλικός.
Γόνιμο το χώμα του και η σοδειά του πλούτος σωστός.
Γράφω σ' ένα ποίημά μου, υμνώντας, θαυμάζοντας αυτή την απεριόριστη απλωσιά, χρυσαφένιας εικόνας του κάμπου μας τους μήνες του καλοκαιριού. Αν μπορούσα να κλείσω όλον αυτόν στην αγκαλιά μου, αν μπορούσα, τόσο πολύ τον αγαπώ.
* Ο "Θεσσαλικός κάμπος" ποίηση και πεζό συμπεριελήφθη στον Ζ' τόμο της Ανθολογίας ποίησης και διηγήματος σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών με αφιέρωμα στη Θεσσαλία. Πολιτιστική συνεργασία. Αθήνα 2011.
Από την Κωνσταντίνα Κότση, λογοτέχνη