αναδείχθηκε πνευματικός ηγέτης, δάσκαλος, προστάτης και άγρυπνος φρουρός του ποιμνίου του. Η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα για τη Θεολογική και εκκλησιαστική του δράση, όπως, αναφέρεται στον μεταγενέστερο βίο του.
Ανάμεσα στον μυροβλήτη Αγιο Αχίλλιο και τον άλλο μυροβλήτη άγιο της Θεσσαλονίκης, υπήρχε μια σχέση, σύμφωνα με την παράδοση και τον ανώνυμο συντάκτη, περί της συνάντησής του στα Θεσσαλικά Τέμπη.
Η Μακεδονία και η Θεσσαλία, λόγω γειτνίασης και με όριο τον Όλυμπο, όπου διαδραματίστηκαν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αρκετά, Μακεδονικά και Θεσσαλικά κινήματα, είχαν από την αρχαιότητα στενούς οικονομικούς, πνευματικούς και πολιτικούς δεσμούς. Στα βυζαντινά χρόνια υπάγονταν και οι δύο αυτές περιφέρειες στην ίδια διοικητική δομή και είχαν σχεδόν κοινή πορεία.
Ανάμεσα, λοιπόν, στους δύο αγίους της Λαρίσης και Θεσσαλονίκης, εκδηλώθηκε η θαυματουργική χάρη, με την άμβλυση του αγιασμένου μύρου της ταφής τους. Σύμφωνα, με κάποιον ανώνυμο συντάκτη, έγινε συνάντηση των δύο ανδρών στα Τέμπη. Κάποιοι Ιταλιώτες, φεύγοντας από τη Λάρισα, κατευθύνθηκαν μέσω Τεμπών προς τη Θεσσαλονίκη, για να προσκυνήσουν το ζωηφόρον μνήμα του Δημητρίου. Στην πορεία τους αυτή έγιναν μάρτυρες της συνάντησης, στα Θεσσαλικά Τέμπη, ανάμεσα σε έναν ηλικιωμένο άνδρα που τους ακολουθούσε και σε ένα νεαρό ιππέα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση.
Όταν ο ηλικιωμένος άνδρας, ο Αχίλλιος, ρώτησε τον νεαρό άνδρα, τον Δημήτριο, για ποιον λόγο είναι κατηφής, εκείνος του απάντησε ότι βάρβαροι άνδρες υποδούλωσαν τους συμπολίτες του και μόλυναν τον ναό του. Στην ερώτηση ενός από τους δύο προσκυνητές σε ποια πόλη αναφέρεται, ο Αγιος Δημήτριος απάντησε: «για την πατρίδα μου, τη Θεσσαλονίκη».
«Και επείπερ αυτά δη τότε Τέμπη διεξιέναι τούτοις έτυχε τα Θετταλικά, ανήρ τις, άγνωστος, αυτίοις πρότερον και ούπω τεθεάμενος, καθεωράτο, συνοδοιπορών πολιός την τρίχα, την όψιν ιλαρός, την περιβολήν σεμνός και τη θέα μόνη πολύ το σεβάσμιον υποφαίνων και πράον. Είτα έτερός τις εφαίνετο προς αυτούς εκ του πρόσω, εκπιών, ιππότης ωραίος, μεν όσα θεάσασθαι και πολύ το εκ φύσεως, επιτερπές έχων και χαρίεν, κατηφής δε και μαραινόμενον το της φαιδρότητος υποδηλών χαροπόν και ώσπερ πένθει καταβεβλημένον και πιστυγναζόμενον. ος ομοίαν και φωνήν αφείς, προσηγόρευσέ τε πρότερον πρεσβύτην, Άχίλλειον τούτον κατονομάσας, “που πορεύει επήρετο “Εγώ δε την προς σέ, ως οράς διεξίω”. Και ο πρεσβύτης περιχαρώς ασπασάμενος, Δημήτριον τούτον καλέσας, και μέγαν του αθλοθέτου προσειπών, συνσπουδήν και αυτός, ηρώτα, ότι είην αίτιον σκυθρωπασμού και κατήφειας και λύπης. Και ο μάρτυς. “οίχεταί μοι, είπεν, η πατρίς των όλων κατέγνωσται. Χείρες ανδρόφονοι και βάρβαροι τους φυλέτας ηνδραποδίσαντο αίμασιν ομοφύλοις περριορείται μοι νυν. Ο σηκός. βεβήλοις και ανάγνοις ποσί πατείται τα ιερά και εξουδένωνται ... ».
Το περιστατικό αυτό καταγράφεται επίσης από τις μεταγενέστερες συλλογές θαυμάτων, όπως, του ’Ιβηρίτη ’Ιωάννου Σταυρακίου.
Η συνάντηση ανάμεσα στους δύο αγίους διαδραματίζεται στα Τέμπη, το γεωγραφικό όριο ανάμεσα στη διοικητική και εκκλησιαστική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης και της Λάρισας. Ο ανώνυμος συντάκτης της συλλογής θαυμάτων, εμπλουτίζει το έργο του με έναν ήρωα που δεν σχετίζεται άμεσα με το ιστορικό γεγονός της άλωσης του 904, τον Αχίλλιο. Πιθανότατα, η συνάντηση αυτή να έγινε λόγω της μονής της Θεοτόκου και του Αγίου Δημητρίου στο Στόμιο της Λάρισας,
Η μονή αυτή βρίσκεται στις υπώρειες του Κισσάβου, ακριβώς στην είσοδο των Τεμπών και φαίνεται να καθόριζε τα εκκλησιαστικά όρια της δικαιοδοσίας των δύο πόλεων. Στη Θεσσαλονίκη επικρατούσε την εποχή εκείνη μια διασάλευση της πίστης των χριστιανών και ίσως ο πολιούχος της Λάρισας και η μητρόπολή του να πρόβαλαν, ως διεκδικητές της πίστης των Θεσσαλονικέων και να ήθελαν να συνδράμουν τους Θεσσαλονικείς. Μπορούμε να εικάσουμε ότι ο ανώνυμος συντάκτης του τρίτου βιβλίου των θαυμάτων, ίσως να υπήρξε μέλος της πνευματικής ζωής της Λάρισας ή να είχε άμεση σχέση με αυτήν.
Η ένταξη του τάφου του Αγίου Αχιλλίου και άλλων λατρευτικών κέντρων της θεσσαλικής χώρας στους προορισμούς της προσκυνηματικής αποδημίας, που συνδέεται πλέον όχι μόνο με την επιθυμία της ενδυνάμωσης της πίστης, αλλά με την ελπίδα της ίασης, πιστοποιείται, και από τον Βίο του Αγίου Νικολάου του εν Βουναίνης, ο οποίος ήταν ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος της θεσσαλικής πόλης, επί Λέοντος Στ’ του Σοφού (886-912) και μαρτύρησε μετά την άλωση της πόλης από τους «Αβάρους» (901/902).
Έτσι, εξηγείται και το γεγονός της προσκυνηματικής παρουσίας των Ιταλιωτών στην περιοχή της Λάρισας και την επιθυμία τους να μεταβούν από τη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη για προσκυνηματικούς λόγους.
Από τον Απόστολο Ποντίκα, δάσκαλο, θεολόγο, φιλόλογο, Πολιτ. Επιστημών