Και όχι απλά να τα μεγαλώσει αυτά τα πέντε παιδιά, αλλά να τα αναθρέψει σωστά και να τα βγάλει στην κοινωνία τέλειους ανθρώπους.
Αυτή ήταν η Αγγελική, μια μεγαλόσωμη γυναίκα με θάρρος και ψυχή μέσα της.
Καταγόταν από ένα χωριό της βόρειας Εύβοιας. Κόρη μιας πολύτεκνης οικογένειας, στα είκοσι παντρεύτηκε έναν άντρα απ’ τα μέρη τους, φαροφύλακα.
Ο Θεός θέλησε να της τον πάρει γρήγορα, όπως είπαμε παραπάνω. Έμεινε μόνη να αντιμετωπίσει τη ζωή με τις απαιτήσεις της, χωρίς εφόδια. Λίγα κτηματάκια υπήρχαν τα δούλευε ολημερίς κι όταν γυρνούσε το βράδυ στο σπίτι κατάκοπη, φρόντιζε τα παιδιά και έμπαινε στον αργαλειό. Ύφαινε και τις προίκες των κοριτσιών της που ήταν τρία, αλλά έπαιρνε και κάποιες παραγγελίες από συγχωριανές της. Είχε και μια μικρή συνταξούλα και τα βόλευε.
Αργά τη νύχτα έγερνε στο κρεβάτι της να ξεκουράσει το ταλαιπωρημένο της κορμί, για λίγες ώρες και την άλλη ημέρα πάλι τα ίδια.
Ο μεγάλος της γιος ο Γιώργος, ήταν ένα ώριμο παιδί και συγκροτημένο. Αγαπούσε πολύ τα γράμματα και ήθελε να προχωρήσει και μετά το Δημοτικό, που τελείωνε εκείνη τη χρονιά. Όμως δεν τολμούσε να το πει αυτό στη μάνα του, γιατί γνώριζε τις δυσκολίες που είχε η οικογένεια.
Η Αγγελική το καταλάβαινε και ορκίστηκε να παλέψει “με νύχια και με δόντια” όπως λέει ο λαός, για να το σπουδάσει αυτό το παιδί. Ο Γιώργος ήταν πρώτος μαθητής στην τάξη. Η δασκάλα, ξέροντας αυτή του την επιθυμία να μπει στο Γυμνάσιο, τον βοηθούσε.
Μάλιστα μίλησε και με τη μάνα του κι εκείνη της είπε, πως θα κάνει τα αδύνατα δυνατά να μπει το παιδί της στο Γυμνάσιο.
Όταν το έμαθε αυτό ο Γιώργος χάρηκε πολύ. Έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα. Πολύ λίγα παιδιά απ’ την τάξη του θα προχωρούσαν. Το ένα απ’ αυτά κατέβαινε στην κωμόπολη της περιοχής και έκανε φροντιστήριο. Όταν ερχόταν στο χωριό είχε κάποιο… κομπασμό, απέναντι στους συμμαθητές του, που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να κάνουν φροντιστήριο.
Ο Γιώργος άρχισε να κλονίζεται, αισθανόταν κάπως, πίστευε πως αν δεν μάθαινε αυτά που ήξερε ο συμμαθητής του, δεν θα πετύχαινε στις εξετάσεις.
Όμως εκεί ήταν η μάνα του να του τονώσει το ηθικό.
Κάποια μέρα της είπε: “Μάνα ξέρεις τι πράγματα μαθαίνει ο Δημήτρης;” – αυτό ήταν το όνομα του φίλου του –. “Θα σου πω κάτι και ούτε που θα καταλάβεις”.
“Λύκος διώκει αμνόν, ο δε αμνός εις ναόν καταφεύγει”.
Η Αγγελική γέλασε.
“Δεν πειράζει γιε μου, ας μαθαίνει ο Δημήτρης για τον λύκο και το άλλο πώς το είπες; Τον αμνόν”, εσύ θα μπεις απ’ τους πρώτους, το επιβεβαιώνει και η δασκάλα.
Και έτσι έγινε. Πράγματι ο Γιώργος μπήκε στο Γυμνάσιο απ’ τους πρώτους.
Η Αγγελική του νοίκιασε ένα δωμάτιο στην κωμόπολη, θα συγκατοικούσε με ένα άλλο παιδί, του αγόρασε τα απαραίτητα και από εκεί και πέρα, άρχιζε ένας αγώνας μεγαλύτερος για εκείνη τη μάνα.
Το φαγητό του το καθημερινό, τον περίμενε στο… πρακτορείο, το έστελναν απ’ το χωριό και μόλις σχολούσε πήγαινε με τον φίλο του και το έπαιρναν.
Καθώς και ξερά σύκα – συκομαΐδες τα έλεγαν, ήταν παραγωγή του χωριού.
Στις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα, ήθελαν να πάνε στο χωριό τους, αλλά δεν υπήρχαν τα ναύλα. Τότε έριχναν τα παπούτσια στην πλάτη για να μην τα… χαλάσουν περπατώντας και το… έκοβαν με τα πόδια.
Ήταν είκοσι πέντε χιλιόμετρα, δεν ήταν καθόλου λίγα, αλλά ο Γιώργος ήθελε να σφίξει στην αγκαλιά του τη μάνα του, που έκανε τόσες θυσίες και τα μικρότερα αδέρφια του.
Και τα χρόνια πέρασαν, ο Γιώργος μόλις τελείωσε το Γυμνάσιο, πήγε εθελοντής στο στρατό.
Μετά από ένα-δύο χρόνια, έδωσε εξετάσεις σε μια στρατιωτική σχολή και μπήκε κι εκεί απ’ τους πρώτους κι έτσι εξασφάλισε την εξέλιξή του και το μέλλον.
Η αδερφή του η μεγαλύτερη απ’ τα άλλα, η Περσεφόνη έμαθε τη ραπτική, άρχισε να εργάζεται και να βοηθάει την οικογένεια.
Τώρα ενήλικα πλέον όλα τα παιδιά, το καθένα πήρε τον δρόμο του. Τα δύο πήγαν στην Αθήνα, ένας κοντινός συγγενής τούς βρήκε δουλειά. Η μεσαία κόρη παντρεύτηκε πολύ γρήγορα, μ’ έναν άντρα απ’ το διπλανό χωριό αγρότη.
Σε έναν περίπου χρόνο παντρεύτηκε και η Περσεφόνη με έναν ναυτικό απ’ το χωριό τους.
Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και αγαπούσε την Αγγελική σαν να ήταν μάνα του. Τα δύο στην Αθήνα παντρεύτηκαν κι εκείνα και έμεινε ο Γιώργος αξιωματικός τώρα.
Αλλά κι αυτός βρήκε το ταίρι του, σε μια πόλη της Θεσσαλίας που είχε μετάθεση, αφού είχε συμπληρώσει τα είκοσι οχτώ του χρόνια, που όριζε ο στρατιωτικός νόμος.
Η Αγγελική μια ηλικιωμένη γυναίκα, έζησε για λίγο στην Αθήνα στα παιδιά της, αλλά την έπνιγε η πρωτεύουσα και γύρισε στο χωριό, κοντά στην Περσεφόνη.
Εκεί στην γεροντική της γωνιά, αναπολούσε τα περασμένα και κάπου-κάπου έκανε τον σταυρό της, δοξάζοντας τον Θεό για τη δύναμη που της έδωσε και τα έβγαλε πέρα με πέντε παιδιά, μόνη της.
Από την Καλλίτσα Γκουράβα- Δικτά, λογοτέχνη