Η παράσταση «Ο καραγκιόζης και ο καταραμένος κορονοϊός» αρχίζει. Η Λίτσα Διαμάντη ζει και μας οδηγεί. «Όχι θα κάτσω να σκάσω, όχι θα κάτσω να σκάσω, τι λες καλέ, τι λες καλέ που θα πεθάνωωωωωω...».
Αυτό το σουξεδάκι το έπαιζαν τότε όλες οι ταβέρνες στα Ταμπάκικα, εκεί που την άραζε όλη η λαρσινή μαγκιά κι όχι οι «φλώροι» των καθώς πρέπει συνοικιών της πόλεως, όρα Άγιος Νικόλαος, Κέντρο Λαρίσης κ.λπ., κ.λπ. που πήγαιναν για... «πάστα στη Ζίνα» και για παγωτό μόκα στο «Πικαντίλλυ» και νόμιζαν ότι αυτό λέγεται «έξοδος» και... διασκέδαση. (Τσου μωρή μπάμια αλάδωτη!).
Το λοιπόν, σε καταλαβαίνω. Φοβισμένος είσαι, «χεσμεντέν» για την ακρίβεια, κι έχεις δίκαιο. Διότι, στην αρχή, σου είπαν ότι μόνο τα... γερόντια. Οι νέοι «τσεβά ντιπ», «τούρμπο», όλα καλά, λίγο πυρετούλης μόνο, λίγο πονολαιμούλης, να θα περάσει. Αλλά τώρα; Στο γύρισαν. Βρήκαν αίφνης ότι χτυπάει και δυνατούς, και νεότερους... Πονάνε ορέ τα παλικάρια; Μωρέ... πονάνε και παραπονάνε!
Αλλά χαλάρωσε μπρε και μην φοβάσαι τόσο. Ό,τι μέτρο συστήνουν οι ειδικοί θα το πάρουμε, τι κάνεις έτσι και μόλις βλέπεις άνθρωπο στο σούπερ μάρκετ αλλάζεις αλλόφρων διάδρομο; Τι μου έκλεισες πόρτες και παραθύρια και αποφεύγεις να δεις άνθρωπο; Ότι θα χάσεις το μυαλό σου το έχεις σκεφτεί;
Δεν ξέρω πώς γίναμε έτσι οι ανθρώποι και φοβόμαστε πια τόσο πολύ για την υγεία μας. Έχω την εντύπωση ότι η ανθρωπότητα περνά σήμερα την πιο υποχόνδρια φάση της ιστορίας της. Να ήταν πάντοτε έτσι;
Σίγουρα δεν ήταν έτσι στα Ταμπάκικα, που λέγαμε παραπάνω. Λαϊκές γειτονιές σαν κι αυτές, Νέα Σμύρνη, Πέρα Μαχαλάς, Τέρμα Βόλου, εκεί όπου έμενε το προλεταριάτο και το κοινωνικό περιθώριο της πόλης, εκεί που το ΚΚΕ... σχημάτιζε κυβέρνηση, δεν είχαν τίποτε το ποιητικό όπως σου έμαθαν κάτι ταινίες του ελληνικού νεορεαλισμού του τύπου «Συνοικία το όνειρο». Ήταν απλά υγειονομικές βόμβες. Ντάξει, είπαμε, Ταμπάκικα και καλά, ζοριλίκι, μαγκιά και νταηλίκι, «λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο», αλλά από αρρώστιες, το πράγμα είχε ξεφύγει.
Λογικό για μια συνοικία δίπλα σε ποτάμι. Ο Πηνειός σου την είχε στημένη στη γωνία. Το κρύο σε περόνιαζε. Η υγρασία, η οποία τους χειμώνες σχημάτιζε ένα μόνιμο σύννεφο ομίχλης, καθόταν στα πνευμόνια των ανθρώπων και έπιανε δουλειά. Έτσι, στα Ταμπάκικα όλοι έβηχαν. «Κωλοτσίγαρο», έλεγαν τότε πολλοί ταμπακιώτες, αλλά το ήξεραν κι οι ίδιοι πως κορόιδευαν τον εαυτό τους.
Αλλά σιγά μην έδιναν και πολύ σημασία. Τη ζωή την έβλεπαν σαν μια καθημερινή διαδικασία. Κάθε μέρα πόλεμος. Για το μεροκάματο. Δεν άκουγες και πολλούς να κάνουν σχέδια για το μέλλον, «όσα παν’ κι όσα ‘ρθουν», και «πιάσε ρε Τάκαρε ένα πενηντάρι ακόμη».
Τα θυμάμαι πολύ καλά αυτά τα θεριά. Ήταν νέοι και γεροί, πάφα πούφα τα τσιγάρα, νεροφίδες σαν έπιναν τσίπουρα. Κι από υγιεινή... διατροφή για την οποία χαλάμε τον κόσμο σήμερα; Ό,τι «βρόμικο» υπήρχε στα ουζερί της γειτονιάς, με πρώτες και καλύτερες σπεσιαλιτέ τις κοιλίτσες και το τας κεμπάπ που μύριζε κανέλα, όλη αυτή η αστόχαστη νιότη το κατέβαζε.
Δεν νοιάζονταν για το μέλλον, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρχε και κανένα ιδιαίτερο μέλλον. Άπαξ και έπιανες εξήντα, σχόλαγες, κάτι λίγοι μονάχα εβδομηντάριζαν, γεμάτη η γειτονιά από χήρες μαυροφόρες. Μα έφευγαν όλοι χωρίς φόβο κι αγωνία, έφευγαν με τα μυαλά σωστά, οι περισσότεροι από καρδιά, μπαμ και κάτω, «άμα το μηχάνημα χτυπήσει καρμπιρατέρ, δεν κάνεις τίποτε», συνήθιζαν να λένε, κουνώντας μοιρολατρικά το κεφάλι, στο επικήδειο τραπέζι του εκλιπόντα της παρέας.
Σε κείνες τις λαϊκές γειτονιές, ακόμη πιο ζόρικα ήταν τα πράγματα για τα παιδιά. Αλλιώς αρρώσταιναν τα παιδιά τότε, αλλιώς τώρα. Πας σήμερα στον παιδίατρο,«μια ιωσούλα είναι, τίποτε το ανησυχητικό», ένα σιρόπι κι όξω απ’ την πόρτα γιατί το εμβόλιο τις έσβησε όλες αυτές τις ασθένειες. Σαν αρρώσταινες όμως τότε, ήταν υπόθεση. «Έλιωνες» εσύ απ’ τον πυρετό και οι μανάδες απ’ την αγωνία. Ειδικά αν ήσουνα κανένα τσάκνο, κανένα «κακοφάγανο» -δεδομένου ότι η αντοχή στην αρρώστια συνδεόταν αυτονόητα με την επαρκή θρέψη- όλοι ανησυχούσαν. Ιλαρά, κοκίτης, ανεμοβλογιά, διφθερίτιδες, ηπατίτιδες όλη την γκάμα των ασθενειών την περνούσε ο ανεμβολίαστος παιδικός πληθυσμός και τα ντουλάπια στα σπίτια θύμιζαν κανονικά ντουλάπια φαρμακείου από τα πολλά κουτιά. Χιλιάδες οι μανάδες που τα βράδια ξενυχτούσαν στα παιδικά προσκεφάλια, βάζοντας κομπρέσες για να πέσει ο πυρετός. Χιλιάδες και οι προσευχές που αναπέμπονταν στον Θεό να τους λυπηθεί. Γιατί είχαν περισσότερη πίστη τότε οι άνθρωποι, εναπόθεταν ελπίδες και στον Θεό κι όχι μονάχα στους ειδικούς. Πες τους απλοϊκούς, πες τους «αθώους», αλλά είχαν πιο καθαρές ψυχές και ήσυχες συνειδήσεις. Ό,τι πει ο Θεός... Αυτό ήταν η βάσανος και συνάμα η λύτρωσή τους.
Η τύχη των παλαιότερων κοινωνιών -και η ατυχία μαζί- ήταν εδώ που τα λέμε και η άγνοια. Δεν έβαζαν οι άνθρωποι τόσο πολύ το κακό στο μυαλό τους. Δεν ήξεραν και την παραμικρή αχρείαστη λεπτομέρεια. Σήμερα με το πρώτο πονάκι κάνεις τα πιο ζοφερά σενάρια μέσα σου. Ειδικά στην περίπτωση του κορονοϊού, σε τι ωφελεί, αναρωτιέμαι καμιά φορά σήμερα, που βγαίνουν σ’ όλα τα κανάλια, 24 ώρες το 24ωρο, τόσοι και τόσοι ειδικοί και αναλύουν καταλεπτώς το θέμα; Τι άλλο πετυχαίνουν από το να επιτείνουν τον πανικό και να μεταλλάσσουν σιγά - σιγά την κοινωνία μας σε μια νοσοφοβική αγέλη; Τι ωφελεί να ακούς το τσιριχτό όλων αυτών των ημιμαθών δημοσιογραφούντων, Ελενίτσες, Τατιάνες, Ελεονώρες, όλη αυτή τη σύγχρονη «κατάρα του έθνους» που έχει άποψη επί παντός επιστητού;
Η πανδημία συνεχίζεται. Ό,τι και να σου πουν, ειδικοί και μη, τίποτε δεν αλλάζει. Είναι ο κύκλος που πρέπει να γίνει κι αυτό θέλει τον χρόνο του. Δεν μπορεί κανείς να σπρώξει τα πράγματα, η ιστορία γράφεται πάντοτε με αργούς ρυθμούς, όσο κι αν βιάζονται οι άνθρωποι. Από τότε ακόμη που ο Νώε -σε κείνον τον ιδρυτικό μύθο της ανθρωπότητας- περίμενε χρόνια και χρόνια υπομονετικά κλεισμένος στην Κιβωτό του να σταματήσει ο κατακλυσμός και το περιστέρι του να επιστρέψει με ένα στεγνό κλαδί ελιάς...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr