Για να ακριβολογούμε να τη διακρίνει μεγαλύτερη ευαισθησία στο μοίρασμα της πίτας στις ομάδες και τάξεις με χαμηλά εισοδήματα και δη τους άνεργους.
Αισθάνομαι την ανάγκη να αναφερθώ στην ενωμένη Ευρώπη, στην οποία όλο και πιο πολύ κάνουν αισθητή την παρουσία τους συμπεριφορές ακόμη και κυβερνητικών κομμάτων με πρόσημο τον εθνικισμό (βλέπε χώρες του Βίσεγκραντ), αλλού δε τον ιμπεριαλισμό, όχι μόνον των καθιερωμένων δυνάμεων, αλλά και νεοπαγών αντίστοιχων όπως η γειτονική Τουρκία.
Σ' αυτό λοιπόν το πλαίσιο εμφάνισης και λειτουργίας ακραίων κομμάτων με οξύ συναισθηματικό λόγο, όλο και στενεύουν τα περιθώρια λειτουργίας και αποφασιστικής επιρροής των δύο κυρίαρχων πόλων της πολιτικής ζωής παντού, καθώς και στον τόπο μας. Μπορεί να λαγάρισε η πολιτική μας σκηνή αναφορικά με την περίοδο 2010-2016, όμως βλάστησαν πάλι νέα σαπρόφυτα στον ορίζοντά της!
Στο παρόν κείμενο θα περιοριστώ στη διερεύνηση των δυνατοτήτων που υπάρχουν στον κεντροαριστερό χώρο προκειμένου αυτός με τον ιδεολογικό και συνεκτικό λόγο του να αποτελέσει τον διάδοχο πόλο εξουσίας στη χώρα. Εξάλλου, είναι κοινή παραδοχή ότι η πολυετής άσκηση εξουσίας φθείρει τις συνειδήσεις των αρχόντων και στέλνουν άκλαυτες τις όποιες ηθικές ανατολές! Δύο είναι τα κομματικά μορφώματα στα οποία μπορούμε να αναφερθούμε με βεβαιότητα, αν και υπάρχουν κάποιες ολιγάριθμες ομάδες ακόμη, των οποίων το γνώρισμα είναι προσωποπαγές. Αν λάβουμε υπ' όψιν ότι οι μέχρι πρότινος κυβερνώντες του ΣΥΡΙΖΑ, σε αγαστή συνεργασία με την υπόγεια καραμανλική συνιστώσα, είχαν ως στόχο παντοίω τρόπω τον πολιτικό θάνατο στελεχών πρωτοκλασάτων του ΚΙΝ.ΑΛ., ενώ τώρα τους καλούν σε συνεργασία, αναρωτιέμαι αν απευθύνονται σε λωτοφάγους! Το ανήκουστο δε είναι ότι όταν τους ρωτούν τι έχουν να πουν τώρα που τα καταγγελλόμενα πρόσωπα οδεύουν στην απαλλαγή, σφυρίζουν αδιάφορα και δεν θα διστάσουν να διαχωρίσουν τη θέση τους από ένα παραδικαστικό κύκλωμα που τους υπηρέτησε με ενάργεια και σε αγαστή συνεργασία. Μα πάλι τι να σου κάνουν και οι ποιητές όταν περισσεύει η μικροψυχία;
Αφήνοντας όμως την πικρία της κομματικής αντιπαράθεσης, είναι σωστό να εξετάσουμε τις αντικειμενικές προϋποθέσεις που απαιτούνται, προκειμένου η κεντροαριστερά να συνεγείρει την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος για να έλθει στην εξουσία. Μια αναδρομή στις τελευταίες δεκαετίες της πολιτικής ζωής θα μας δείξει ότι η συμπόρευση το λαού με τον Ανδρέα είχε ένα κινηματικό χαρακτήρα διεκδικήσεων, ανεξάρτητα του βαθμού ελλείψεων εθνικής ανεξαρτησίας, λαϊκής κυριαρχίας, κοινωνικής απελευθέρωσης.
Στη συνέχεια, η εν τοις πράγμασι έγκυρη και σωστή σύλληψη εκσυγχρονισμού της διοίκησης του κράτους είχε ως αποτέλεσμα τη χρονική επέκταση άσκησης εξουσίας από τον ίδιο κομματικό οργανισμό με μπροστάρη τον Κώστα Σημίτη. Αναντίστοιχα με τον αυτοπροτεινόμενο θολό ριζοσπάστη και εσχάτως μεταλλασσόμενο Τσίπρα αποκομίσαμε ένα τρίτο μνημόνιο στην πλάτη μας. Μάταια περιμένω απάντηση από τους φίλους μου οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ και αύριο δεν γνωρίζω πώς, στο ερώτημα να μου αναφέρουν έστω ένα θεσμό δημιούργημά του, που συνετέλεσε στην ευρυθμότερη λειτουργία της πολιτείας μας. Είναι μοίρα των ανθρώπων και δη των ηγετών, όταν απέρχονται του πολιτικού βίου, να κάνει ο λαός τον απολογισμό της δράσης των διότι και ο ποιητής αναφωνεί "μοίρα των ανθρώπων είσαι και η δική μου μοίρα!".
Καθώς στη ζωή όλα αλλάζουν και τίποτα δεν μένει ίδιο, οι φίλοι διαδέχονται αλλήλους και ο κεντροαριστερός πόλος θα κληθεί να κυβερνήσει και πάλι με την όποια ταμπέλα εμφανιστεί.
Η σύμπνοια όμως δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί με αρρωστημένες σχέσεις και τα πάθη του παρελθόντος. Τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σε προσωπικές διελκυστίνδες (διαμάχες), είτε "θύτες" είτε "θύματα" οφείλουν να κάνουν στην άκρη και να παραχωρήσουν την ηγεσία σε νέους ανθρώπους ηλικιακά, εμφορούμενους από νέες ιδέες, μακριά από το διχαστικό τρυπάκι του μίσους και της εξαλλοσύνης, στο πλαίσιο βεβαίως της δύσκολης αλλά αναντικατάστατης αστικής δημοκρατίας μας. Μόνον έτσι θα καταπολεμηθεί η αμηχανία της κεντροαριστερής παράταξης, η οποία ασφαλώς αποτελεί τον ένα από τους δύο κύριους παράγοντες της πολιτικής μας ζωής.
Από τον Παύλο Δ. Γιατσιάκη