Υπάρχουν μερικά θέματα που για τη χώρα μας είναι πρώτης αξίας όπως η θάλασσα, ο αέρας, προϊόντα που μας παρέχει η φύση πλουσιοπάροχα, η ομορφιά και η καλοσύνη των κατοίκων και πολλά άλλα που χρειάζονται να τα προσέχουμε ιδιαιτέρως. Για το θέμα του τσίπουρου θα σας αναφέρω ένα ευτράπελο αφήγημα που συνέβη κατά τη δεκαετία του 1930 στο χωριό μου -Καστανιά Ασπροποτάμου- και αφορά στο τσίπουρο. Και τότε, με αστυνομική διάταξη απαγορευόταν να σερβίρεται χύμα ντόπιο τσίπουρο, που σημειωτέον ήταν αρίστης ποιότητας. Επιτρεπόταν μόνο τσίπουρο εργοστασίου Τρικάλων που οι χωρικοί το απέφευγαν αφού είχαν τσίπουρο δικής τους παραγωγής. Στην Καστανιά Καλαμπάκας ή Ασπροποτάμου, ως συνηθίζεται να λέγεται, η δεκαετία του 1930 αριθμούσε 1.200 κατοίκους και ήταν Δήμος με όλες τις προβλεπόμενες υπηρεσίες. Λειτουργούσαν πολλά καταστήματα, όπως καφενεία, παντοπωλεία, με έντονα εμπορική κίνηση ποικίλων προϊόντων, όπως καρύδια, κάστανα, μήλα, φασόλια, κτηνοτροφικά προϊόντα, μήλα - σκούπια - και άλλα.
Αλλά και κρασιά, τσίπουρα αρίστης ποιότητας. Τα καφενεία και τα παντοπωλεία πωλούσαν τα μικράς ποσότητας αυτά τα οινοπνευματώδη ποτά στους ντόπιους καταναλωτές.
Στο καφενείον του Ευθ. Μιστάρα, που ονομαζόταν «ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ», συγκέντρωνε ό,τι σύγχρονο κυκλοφορούσε εκείνη τη χρονική περίοδο της δεκαετίας του 1930 (ηλεκτρικό ρεύμα) δικής του εγκατάστασης, γραμμόφωνο, δανειστική βιβλιοθήκη για τους παραθεριστές, γλυκά σπιτικά, τσίπουρο.
Έτσι συγκέντρωνε όλη τη νεολαία του χωριού που τότε είχε πάνω από 1.200 μόνιμους κατοίκους. Τα άλλα μαγαζιά του χωριού δεν άντεχαν στον ανταγωνισμό και βρήκαν τρόπο να αντιδράσουν. Κατήγγειλαν στον αστυνόμο του τμήματος ότι «στο καφενείο του Μιστάρα σερβίρονταν «λαθραίο τσίπουρο»». Ήταν νόμος τότε που το τσίπουρο που αποστάζαμε μόνοι μας, που προερχόταν από τα αμπέλια μας -από τον ιδρώτα μας- θεωρούνταν λαθραίο! Έπρεπε να σερβίρεται στα μαγαζιά τσίπουρο του εργοστασίου Τρικάλων που κανένας δεν προτιμούσε. Έρχεται στο καφενείο μου, μια επιτροπή αποτελουμένη από τον αστυνόμο, δύο χωροφύλακες, τον αγροφύλακα και τον γιατρό της Κοινότητας δήθεν να κάνουν επιθεώρηση καθαριότητας. Σηκώθηκα πρόθυμος και τους παραχώρησα τον μπουφέ. Το πρώτο που κοίταξαν ήταν μερικά ποτήρια νερού μην είναι ραγισμένα. Κατόπιν πήγαν στη μόστρα με το «λαθραίο» που ήταν ντόπιο: «Εδώ τι έχεις;..». «Τσίπουρο εργοστασίου».
Βάζει σ’ ένα ποτηράκι και πίνει... «Δεν μου φαίνεται εργοστασίου!..». «Για πες γιατρέ και συ...». Και δοκιμάζει κι ο γιατρός... κτύπησε λίγο τη γλώσσα του στο στόμα... «Κάτι έχω στο στόμα μου από καραμέλα, δεν μου φαίνεται για ντόπιο...».
Ο αστυνόμος μού ζήτησε ένα γαραφάκι να πάρει για δειγματοληψία. Αφού το γέμισε τσίπουρο, μου το έδωσε να το σφραγίσω. Του είπα ούτε βουλοκέρι έχω, ούτε σφραγίδα... Εμπιστεύομαι την αστυνομία... Παίρνει το γαραφάκι από τα χέρια μου και το έδωσε στον αγροφύλακα... Μόλις είδα το γαραφάκι στα χέρια του αγροφύλακα είπα μέσα μου ότι εδώ κάτι χωράει... Γεμίζω ένα όμοιο γαραφάκι, το γεμίζω με νερό αφού το τάπωσα με φελλό και το δίνω σε ένα μικρό 10 ετών με την εντολή να το δώσει στον αγροφύλακα και να πάρει το άλλο... με τρόπο για να μη δει κανείς... Αυτό έγινε με όλους τους «κανόνες της ανταλλαγής».
Στην αστυνομία που πήγαν, ο αγροφύλακας άφησε το γαραφάκι μαζί με όλα τα άλλα που είχαν πάρει και από τα άλλα μαγαζιά. Το γαραφάκι του Μιστάρα δεν σφραγίστηκε καλά και ο χωροφύλακας προτίμησε αντί να το αδειάσει το λίγο περιεχόμενο, το ήπιε και αναφώνησε: Νερό... νερό! Ο Σταθμάρχης, έκπληκτος και αυτός, έδωσε αμέσως εντολή να πάνε στο καφενείο και να συλλάβουν τον ιδιοκτήτη του.
Αυτό και έγινε, μόνο που ο ιδιοκτήτης το είχε σκάσει και είχε κρυφθεί, στο πυκνό δάσος ελάτων... Την άλλη μέρα που πέρασε το 24ωρο περνούσε έξω από καφενείο ο διοικητής του σταθμού χωροφυλακής. Τον φώναξα και τον κέρασα καφέ και του είπα: Χθες είχατε περιπέτειες, έρευνες κ.λπ., σαν να επρόκειτο να πιάσετε τον Γιαγκούλα ή τον Μπαμπάνη!
Του είπα όλη την αλήθεια χωρίς περικοπές και ψέματα. Ο σταθμάρχης κατά βάθος ήταν καλός άνθρωπος, αλλά έκανε και τα καθήκοντά του. Μας μήνυσε εμένα και τον αγροφύλακα για απάτη.
Κατεβήκαμε και οι δύο κατηγορούμενοι στα Τρίκαλα στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο. Ο αγροφύλακας είχε μια προσωπικότητα λίγο κωμική: ήταν κοντός, 1,40 μ. ύψος, διατηρούσε μούσι και άμα τον έβλεπες με την γκλίτσα στο χέρι που περνούσε το ύψος του κατά είκοσι πόντους, προξενούσε το γέλιο. Σήκω πάνω κατηγορούμενε, για πες μας πώς έγινε αυτό το θαύμα το τσίπουρο να γίνει νερό!
Εμείς ξέρουμε τον Χριστό στον γάμο στην Κανά να κάνει το νερό κρασί. Και ο αγροφύλακας με πλήρη σοβαρότητα: Κύριε πρόεδρε, αν ήμουν θαυματοποιός θα καθόμουν αγροφύλακας... Γέλασαν οι πάντες και ο πρόεδρος... Το Δικαστήριο αμφιβάλλει... Τα έξοδα του αγροφύλακα και τα δικά μου ξεπέρασαν τις χίλιες δραχμές. Δεν θα πλήρωνα περισσότερα αν το τσίπουρο πήγαινε στο Χημείο...
Το θέμα αυτό που ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα τους μικρούς παραγωγούς τσίπουρου να δοθεί ένα τέλος συμπαθείας προς αυτούς αλλά και σε εμάς τους ρέκτες αυτού του ελληνικού παραδοσιακού ποτού.
Γράφει ο Στέφανος Μιστάρας