Η εθνική τους αυτοπεποίθηση εκπηγάζει από πολλά γεγονότα της ιστορικής τους διαδρομής. Τα πιο πρόσφατα είναι η νίκη τους στα Φώκλαντ (1982) και το επονομασθέν Brexit (2020). Με το πρώτο η Θάτσερ ξανακέρδισε τις εκλογές ενώ με το δεύτερο επιχειρείται ένα είδος οικονομικής και εθνικής επανεκκίνησής τους (restart).
Αντιθέτως, οι Έλληνες, ως άτομα και ως συλλογικότητα, δεν διαθέτουμε το χιούμορ και το φλέγμα των Βρετανών ούτε βεβαίως τις οργανωτικές ικανότητες και τον επαγγελματισμό τους. Προτιμούμε τα χοντροκομμένα καλαμπούρια και τα αντίστοιχα θεάματα και στις συλλογικές μας προσπάθειες προτιμούμε, γενικώς, τα «γιουρούσια» αντί τη μέθοδο και το πρόγραμμα. Παρόλα αυτά, σε πείσμα των δύσκολων καιρών και των ανταγωνιστικών καταστάσεων, λαός και ηγεσία παραμένουμε ιδιαίτερα αισιόδοξοι.
Σε επίρρωση αυτού, έχουμε τη δήλωση του Ελληνα πρωθυπουργού, κατά την ανάθεση καθηκόντων στην Αθάνατη Γιάννα Αγγελοπούλου ως επικεφαλής της επιτροπής εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από την εθνεγερσία: «το 2021 θα είναι μια χρονιά που όλοι οι Έλληνες θα γιορτάσουμε μαζί και ενωμένοι τα 200 χρόνια ελευθερίας του ελληνικού κράτους, με υπερηφάνεια για το παρελθόν και με αυτοπεποίθηση για το μέλλον μας».
Μπορούμε όμως να είμαστε αισιόδοξοι;
Το μεταπολιτευτικό ελληνικό πολιτικό σύστημα έκανε καλή διάγνωση της ιστορικής συγκυρίας και, ορθώς, έπαιξε τα ρέστα του με την επιλογή του να αναζητήσει «πλάτες» (και έναν νέο «ξενιστή») στον πυρήνα της Ευρώπης. Ορθώς, επίσης, θεώρησε την Ευρώπη ως σταθεροποιητικό παράγοντα των δημοκρατικών μας θεσμών και εργαλείο για την ενίσχυση της μερικής -έστω-απομάκρυνσης της χώρας από τη μονομερή της πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ.
Ενώ, όμως, διέγνωσε την ιστορική συγκυρία δεν μπόρεσε να κάνει τις αναγκαίες υπερβάσεις ώστε να εκμεταλλευτεί σωστά την ιστορική, επίσης, ευκαιρία για την ουσιαστική μας ενσωμάτωση στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Δεν κατάφερε, δηλαδή, να οργανώσει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που να πατάει καλά στα πόδια του και που δεν θα χρειάζεται υποστηρικτικούς νάρθηκες made in Germany. Κατά τούτο, λοιπόν, απέτυχε. Κορύφωση αυτής της αποτυχίας υπήρξε η de facto χρεοκοπία μας. Συνέπεια: η οικονομική μας επανεκκίνηση γίνεται με πρόσδεσή μας στο «γερμανικό άρμα» με όρους κανιβαλισμού.
Η χρεοκοπία, λοιπόν, σηματοδότησε, αφενός, τον «παρασιτικό, μεταπρατικό, εξαρτημένο και μετέωρο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της ελληνικής άρχουσας ελίτ (SLPress, Στ. Λυγερός, 10-2-20)» και, αφετέρου, τη βαθιά πολιτισμική μας κρίση. Προσδιόρισε, δηλαδή, με σαφήνεια την ήττα μας σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής μας οργάνωσης, η οποία μας μετέτρεψε σε μεταμοντέρνα αποικία. Αυτό, άλλωστε, υποδήλωνε η απουσία μας από την πρόσφατη διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη και η απουσία του κ. Δένδια από τη συνάντηση των ΥΠΕΞ στο Μόναχο (16-2-20) για το ίδιο θέμα.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, αναλογικώς, ως κρατική οντότητα, στη φάση της επονομαζόμενης μετανεωτερικότητας εκεί που βρισκόμασταν -ως νεότευκτο κρατικό μόρφωμα- στις απαρχές της νεωτερικότητας: η Ελλάς ήταν και εξακολουθεί να είναι «προτεκτοράτο». Με τη θλιβερή υποσημείωση ότι τότε η οθωμανική αυτοκρατορία κατέρρεε ενώ τώρα «ανασταίνεται». Και με -την εξίσου δυσάρεστη- δεύτερη υποσημείωση: η τουρκική απειλή κάνει την καταφυγή μας στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής μας (π.χ. Γαλλία) και κυρίως στις ΗΠΑ να αποπνέει ανασφάλεια και πανικό: ξαναγέμισε αίφνης η ελληνική επικράτεια με αμερικάνικες βάσεις.
Εν τούτοις, ο ελληνικός λαός, ενόψει των εκδηλώσεων των οποίων θα προΐσταται η Κυρία Αγγελοπούλου, σε έναν περίπου χρόνο από τώρα, θα πρέπει να αισθάνεται και να είναι υπερήφανος όχι μόνο για το παρελθόν αλλά και για το παρόν. Να έχει σύμφωνα και με τη ρήση του Πρωθυπουργού εθνική αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία για το μέλλον. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι δεν πρέπει να επιτρέπουμε να μας συμβαίνουν γεγονότα, όπως αυτό που συνέβη με την επί 30ωρο παρουσία του “OrucReis” στα ύδατά μας, που, ως μνησιπήμων** πόνος, εμφανίστηκε, ανήμερα της επετείου των Ιμίων, «αλωνίζοντας» στην υφαλοκρηπίδα μας.
Ως γνωστόν, λίγα χρόνια μετά από τη θριαμβευτική είσοδο της Κυρίας Αγγελοπούλου δίπλα στον Πρόεδρο Κωστή Στεφανόπουλο στο Ολυμπιακό Στάδιο, το 2004, οδηγηθήκαμε στη χρεοκοπία. Το έτος 2023, δύο χρόνια μετά το 2021 και τη λαμπερή επανάκαμψη της Γιάννας, θα συμπληρωθεί ένας αιώνας από την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης που αποτελεί τον σημαντικότερο αναθεωρητικό στόχο της Τουρκίας.
Μέχρι τότε, το κυβερνών κόμμα μπορεί, υπό την επήρεια των εντυπώσεων των εορταστικών εκδηλώσεων, να ξανακερδίσει τις εκλογές (όπως και η Θάτσερ το 1982). Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι εμείς οι Έλληνες θα αποκτήσουμε αίφνης τα χαρακτηριστικά των Βρετανών που εισαγωγικώς περιγράψαμε. Προπαντός δεν πρέπει να εμφανίσουμε έλλειμμα αυτογνωσίας και απώλειας του μέτρου που πάντοτε, όταν βρίσκονται σε έλλειμμα, προοιωνίζουν εθνικά δεινά.
*σκληροτράχηλοι πολεμιστές του Νεπάλ
** αυτός που προέρχεται από την ανάμνηση παθημάτων
Από τον Δημήτρη Νούλα, Χημικό