Ο πρώτος στόχος αποκλείει εκ προοιμίου τα πλειοψηφικά συστήματα, ο δεύτερος τα αναλογικά. Και τα δύο ακραία αυτά συστήματα μάλλον αποτελούν προϊόν πολιτικού καιροσκοπισμού, όπως η μετεμφυλιακή και η μεταπολιτευτική συγκυρία μάς δίδαξαν.
Δεν μπορούμε να επιζητούμε ούτε μια ιδεώδη περιγραφική αντιπροσώπευση με απλή αναλογική, αλλά ούτε με το επιχείρημα της κυβερνητικής σταθερότητας δύναται να σχετικοποιήσουμε απολύτως την αξία της αναλογικότητας στην αντιπροσώπευση. Σε καμία περίπτωση δε, δεν πρέπει να εισάγουμε μία υπονομευτική για το πολίτευμα αβεβαιότητα στους κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού.
Σαφέστατα πρέπει να πούμε ναι στον πολιτικό πλουραλισμό. Αλλά σαφώς πρέπει να πούμε όχι στην ακυβερνησία ή στις παρά φύσιν συμπράξεις. Ζητούμενο πρέπει να είναι η κυβερνησιμότητα χωρίς δομική αλλοίωση της αντιπροσωπευτικότητας. Υπό τη σκοπιά αυτή κρίνεται αναγκαία μία μετατόπιση από την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου προς την κυβερνητική σταθερότητα ως ύψιστο σκοπό δημοσίου συμφέροντος.
Σαφέστατα η αρχή της ισότητας της ψήφου έλκεται από το προαπαιτούμενο της πολιτικής ισότητας και εν γένει από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η σχετικοποίηση όμως της αξίας της ισοδυναμίας της ψήφου υπηρετεί ένα άλλο μείζον κριτήριο. Το κριτήριο των βιώσιμων κυβερνήσεων. Και λαμβανομένου υπόψη και αυτού του κριτηρίου, κάποιοι περιορισμοί είναι ανεκτοί.
Κάθε εκλογικός νόμος γενικότερα οφείλει να οργανώνει τους αριθμούς που βγαίνουν από την κάλπη. Να τους διαβάζει σωστά. Να δίνει στο πρώτο κόμμα ζωτικό ρόλο και να το πριμοδοτεί. Η πριμοδότηση όμως πρέπει να είναι προοδευτική. Παράλληλα πρέπει να διασφαλίζεται η αντιπροσώπευση σε υπαρκτά ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα. Με άλλα λόγια, η όποια αναλογικότητα ενός εκλογικού νόμου πρέπει να παρέχει εργαλεία που αφενός θα διασφαλίζουν τη δυνατότητα του κυβερνάν, αφετέρου θα σέβονται τον πλουραλισμό.
Συμπερασματικά, στον νέο εκλογικό νόμο πρέπει να αποφευχθεί η άκριτη πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, ώστε να αποφευχθούν στρεβλώσεις, όπως αυτές που είδαμε στις εκλογές του Μαΐου του 2012. Η κλιμακωτή πριμοδότηση, που αφαιρεί την χωρίς προϋποθέσεις πρωτοκαθεδρία στο πρώτο κόμμα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρόκειται για εξορθολογισμό του bonus ως άδικου και τεχνικά προβληματικού. Επεξηγηματικά πρέπει να τονιστεί ότι το πραγματικό bonus δεν είναι 50 έδρες, όπως σχηματικά αναφέρεται. Είναι σαφώς μικρότερο, δεδομένου ότι το πρώτο κόμμα που λαμβάνει π.χ. 40%, θα ελάμβανε παράλληλα και το 40% των 50 εδρών, ακόμη και στην περίπτωση αναλογικής διανομής τους. Συνυπολογιζομένου δε και του ποσοστού των κομμάτων εκτός Βουλής, το πραγματικό bonus περιορίζεται στις 27-28 έδρες.
Η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο, βέβαια, εκτείνεται και σε άλλα ζητήματα. Τα βασικότερα είναι η δημιουργία ενός συστήματος που θα συνδυάζει πολυεδρικές και μονοεδρικές περιφέρειες, το πολυσυζητημένο θέμα του σταυρού προτίμησης, η κατάτμηση μεγάλων περιφερειών, το «κατώφλι» του 3% για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή κ.α.
Σαφές πάντως είναι ότι ιδανικό εκλογικό σύστημα δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως η αναγκαιότητα να κατακτηθεί επιτέλους ένα ευρέως αποδεκτό πλαίσιο διεξαγωγής των εκλογών. Και το πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να είναι καιροσκοπικό, ούτε να εργαλειοποιεί τον εκλογικό νόμο προς εξυπηρέτηση τυχοδιωκτικών και συγκυριακών αναγκών. Προς τούτο άλλωστε ελήφθη και η συνταγματική μέριμνα το 2001.
Από τον Νίκο Ντόλα,
φιλόλογο και διδάσκοντα Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ