Έχει χυθεί πολλή μελάνη για τη συμπεριφορά του κ. Τραμπ, τις επίσημες συνεντεύξεις που δεν εδόθησαν, το επίσημο γεύμα στον Λευκό Οίκο που επίσης δεν εδόθη, τις συνομιλίες με λοιπά κυβερνητικά και όχι μόνο στελέχη των ΗΠΑ και τέλος την προσδοκώμενη από τον κ. Τραμπ καταδίκη της Τουρκίας για τη συμφωνία με τη Λιβύη και τη συμπεριφορά της στην ανατολική Μεσόγειο που σε μεγάλη απογοήτευση της κυβέρνησης αλλά και του συνόλου του πολιτικού κόσμου δεν εκφράστηκε ποτέ.
Επιπλέον ενώ κυβερνητικές πηγές άφηναν να εννοηθεί πως μετά την επίσκεψη του κ. Πρωθυπουργού αμερικανικές κινήσεις στην περιοχή θα οδηγήσουν στη διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας, τουναντίον βλέπουμε να πραγματοποιείται συνάντηση των δύο ηγετών των αντιμαχόμενων παρατάξεων της Λιβύης στη Μόσχα. Γίνεται μάλιστα υπό την αιγίδα των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας των χωρών Ρωσίας και Τουρκίας. Αυτό όχι μόνο δεν επιβεβαιώνει την προσδοκώμενη διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας αλλά αναμφίβολα αποτελεί βέβαιη αναβάθμιση του ρόλου της στα δρώμενα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η σχεδιαζόμενη επίσης από την κ. Μέρκελ διάσκεψη του Βερολίνου για την επίλυση του ζητήματος της Λιβύης, χωρίς τη συμμετοχή της χώρας μας αλλά με τη συμμετοχή της Τουρκίας και αρκετών άλλων κρατών σηματοδοτεί ασφαλώς κάτι καθόλου ευχάριστο .
Η ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών από τον κ. Πρωθυπουργό για τα αποτελέσματα της επίσκεψης, τον νέο εκλογικό νόμο και την προεδρική εκλογή, που ακολούθησε μετά την επιστροφή του από τις ΗΠΑ τίποτα το ουσιώδες δεν προσέδωσε. Απλά επιβεβαιώθηκαν οι διαφωνίες για τον προτεινόμενο εκλογικό νόμο και για δε την προεδρία ουδέν νεότερο.
Οφείλουμε όμως να εστιάσουμε σε δύο σημεία:
Το ένα είναι η κοινή πεποίθηση όλων για την ανάγκη χάραξης Εθνικής στρατηγικής προκειμένου να αντιμετωπισθεί η επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας αφ’ ενός και αφ’ ετέρου να εξασφαλισθεί αρραγές κοινωνικό μέτωπο. Πρέπει όμως να επισημανθεί πως στο θέμα της Εθνικής στρατηγικής ήδη έχουμε αργήσει αδικαιολόγητα. Τα προβλήματα με τη γείτονα Τουρκία δεν είναι σημερινά. Ξεκίνησαν το 1973 με την αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας και μετά από μείζονες ή ελάσσονες κρίσεις έφθασαν μέχρι τα σημερινά αδιέξοδα. Αυτά τα 46 χρόνια που μεσολάβησαν έπρεπε ήδη να μας έχουν κάνει σοφότερους και προνοητικότερους, πράγμα που δεν έγινε. Ας είναι όμως, κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Το άλλο σημείο είναι η αλλαγή στάσης του ΣΥΡΙΖΑ σε ό,τι αφορά στην υπερψήφιση της αναβάθμισης της Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας-ΗΠΑ . Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ο αρχιτέκτων αυτής της συμφωνίας με σημαντικές μάλιστα παραχωρήσεις στις ΗΠΑ, μετά την ενημέρωση αλλάζει στάση και ζητάει την αναστολή της ψήφισης. Αυτήν ακριβώς την αλλαγή δικαιολογεί ως αποτέλεσμα της στάσης του προέδρου Τραμπ στα Ελληνοτουρκικά.
Αν ληφθεί όμως υπόψη πως μεγάλες δυνάμεις όπως Ρωσία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία συνομιλούν περισσότερο με την Τουρκία παρά με τη χώρα μας που ασφαλώς κάτι αυτό σημαίνει, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για αναστολή της ψήφισης της αναβάθμισης της αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ εμπεριέχει κινδύνους περαιτέρω διπλωματικής απομόνωσης και όχι μόνο. Όσο και αν η δήλωση του Πρωθυπουργού ότι οι ΗΠΑ πρέπει να θεωρούν τη χώρα μας δεδομένη μπορεί να χαρακτηρισθεί άστοχη, σε καμία όμως περίπτωση δεν θα πρέπει με την όποια στάση μας η χώρα μας να χαρακτηρισθεί αφερέγγυα. Θα ήταν ό,τι χειρότερο την παρούσα στιγμή.
Τέλος δεν πρέπει να λησμονούμε πως Οι ΗΠΑ είναι μία υπερδύναμη με κυρίαρχο ρόλο και λόγο σε κάθε ζήτημα που αφορά στην περιοχή μας και το συμφέρον της χώρας μας επιβάλλει να είμαστε σύμμαχοι και συνοδοιπόροι. Η αναθεώρηση της στάσης του ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται επιβεβλημένη για την εξυπηρέτηση του καλού του λαού και της χώρας μας. Οι ώρες είναι δύσκολες και απαιτούν από όλους αποφάσεις που θα χαρακτηρίζονται από σύνεση και ορθολογισμό.
Από τον Θανάση Μπρισίμη, σμήναρχο ε.α.