Από όλους εκείνους τους πεισματικά βαθιά θρησκευόμενους ορθοδόξους, που συμβαίνει από τη φύση τους να αξιολογούν τα κείμενα με τα αυστηρότερα κριτήρια, πριν καν ακόμα αρχίσουν καλά-καλά να τα διαβάζουν...
ΚΟΙΝΩΝΙΑ και εκκλησία, πιστοί και πίστη, σεβασμός και ασέβεια, δυσπιστία και ευκολοπιστία, θαυμασμός και αντιπάθεια, αγάπη και μίσος, ενοχή και αθωότητα, προσοχή και αδιαφορία, παραδοχή και απόρριψη, υπομονή και ανυπομονησία, έννοιες ανθρώπινες, υποφερτές ή ανυπόφορες, όλα ένας εγκεφαλικός γόρδιος δεσμός που λύσεις δεν βρίσκεις σχεδόν ποτέ, παρά μόνον στους Ναούς της αναζήτησης ελπίδας, σε κείνους τους χώρους όπου προσφέρεται αποκλειστικά η αγάπη και ο λόγος ευλογημένα εξ ουρανού...
ΤΗΝ υπαρκτή για πολλούς διαχωριστική γραμμή μεταξύ των «βαθύτατα πιστών» και των «λιγότερο πιστών» που έχει μόνο να κάνει με τις διαφορές στον τρόπο απόδοσης (κυρίως στους εαυτούς μας) από τους δρόμους της έκφρασης, διαμέσου των τελετουργιών, στους οίκους του Θεού, δεν μπορεί να την ερμηνεύσει κανείς, εάν ευρισκόμενος σε κάποια δύσκολη κατάσταση της ζωής του, κάποια στιγμή, δεν την βιώσει. Οι προσωπικές εμπειρίες λοιπόν για τον καθένα από εμάς, αποτελούν αναμφίβολα μέτρο αυτογνωσίας, είναι κάτι σαν ευκαιρίες να αποκρυσταλλώσουμε άποψη για θέματα που δυσκόλως κατανοούμε, ή που δεν θέλουμε να κατανοήσουμε. Και συνήθως αυτές τις προσωπικές ευκαιρίες αυτοαναψηλάφισης δεν τις κοινοποιούμε, δεν τις κάνουμε γνωστές, τις κρατάμε για τον εαυτό μας, παρ´εκτός εάν υπάρχει σοβαρός λόγος.
ΑΝ επιλέξεις να αφηγηθείς προσωπική εμπειρία, η οποία σου άφησε αποτύπωμα ζωής στο θέμα της σχέσης κοινωνίας-εκκλησίας, λαϊκών και ιερωμένων, τότε θα αποφύγεις τις επιστημονικές αναλύσεις και τις πολύπλοκες εξηγήσεις των διαφόρων ειδημόνων. Επισκεπτόμενος κάποια φορά το Άγιον Όρος, με παρέα συναδέλφων δημοσιογράφων και κάποιων επαγγελματιών, χρειάστηκε να εισπράξω ένα δυνατό μάθημα πίστης και ταπεινοφροσύνης για να αποβάλλω μια κάποια άσχημη εικόνα που είχα για πολλούς και προβεβλημένους λειτουργούς των ιερών ναών. Μια δυσάρεστη εικόνα που είχα αποκτήσει όντας επαγγελματίας της ενημέρωσης, ως αρχισυντάκτης για κάποιες δεκαετίες, της εφημερίδος «Ελευθερία». Μια δυσωδία που ένιωθα ακόμη, από τα χαλασμένα αυγά που εκσφενδόνιζαν χριστιανοί εναντίον χριστιανών (!) κατά την περιφορά των επιταφίων, μια αναστάτωση όταν με τη δημοσιογραφική πένα κατέγραφα το ανθρωποκυνηγητό των ιερέων και μητροπολιτών (!) από υποτιθέμενους χριστιανούς «διαδηλωτές της νομιμότητας», ένα περίεργο μίσος εναντίον κάποιων που οι πέτρες τους και τα αυγά δεν εύρισκαν πάντα τον στόχο τους και εξοστρακίζονταν στα κεφάλια και στην πλάτη των δημοσιογράφων που κάλυπταν τα γεγονότα της ντροπής. Αλλά το χειρότερο όλων, που τροφοδοτούσε την αρνητική έως εχθρική στάση μου, απέναντι σε κείνη την πλευρά της κοινωνίας, ήταν το μίσος που έτρεφαν ιερωμένοι εναντίον άλλων ιερωμένων, επίσκοποι εναντίον επισκόπων, όπως και οι κατάρες που εκστόμιζαν εναντίον των οικογενειών μας, άνθρωποι που εκμεταλλεύονταν το φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας και τις γνωριμίες για να στήσουν μικρές επιχειρήσεις έξω από ιερούς ναούς, σε δοξολογίες, μυστήρια και πανηγύρια.
ΜΕ μια τέτοια «αμαρτωλή δυσπιστία» στάθηκα τα μεσάνυχτα για ώρες στο στασίδι δίπλα από το σκήνωμα του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, να παρακολουθήσω την αγνή πλευρά της ιερωσύνης, την ανεξερεύνητη για μένα και από περιέργεια, να γνωρίσω από κοντά, τον ηγούμενο που με είχε προσκαλέσει στη Μονή. Από την Ωραία Πύλη, εξήλθαν τότε και τέλεσαν τη λειτουργία, δύο ιερείς φορώντας διαφορετικά χρυσοκέντητα και χρωματιστά άμφια, ξεχωριστοί μέσα στο θεοσκότεινο μαύρο περιβάλλον του ναού, που σκορπούσε κατάνυξη και μυσταγωγία, που γίνονταν πιο μαύρο από τα ράσα δεκάδων μοναχών που έστεκαν σκυμμένοι, όρθιοι όμως, στα στασίδια και χωμένοι στις κουκούλες τους, περιμετρικά σαν σε διάταξη κρυφού σχολείου, στο εσωτερικό του ναού που τρεμμοφώτιζαν αμυδρά λιωμένα κεράκια πάνω από τα ψαλτήρια. Μια ατμόσφαιρα κατανυκτική που διαπερνούσε την ψυχή μου, τόνωνε την περιέργειά μου, κάλυπτε τις απορίες μου, μου πρόσφερε εξηγήσεις και με έκανε να μην μετανιώσω ούτε στιγμή που σηκώθηκα τα άγρια μεσάνυχτα να παρακολουθήσω μαζί με δεκάδες μοναχούς, τη λειτουργία στον ναό.
Η περιέργεια όμως, έμφυτη του δημοσιογράφου, με ώθησε να σκουντήξω με τον αγκώνα τον μοναχό που ήταν ώρα πολύ ακίνητος και σκυμμένος δίπλα μου.
-«Συγγνώμη, αλλά να ρωτήσω θέλω, ποιος από τους δύο που λειτουργούν είναι ο ηγούμενος; Με κάλεσε αλλά δεν τον γνωρίζω».
Ο ρασοφόρος ανασήκωσε την κουκούλα και τότε φάνηκε το πρόσωπό του.
-«Εγώ είμαι αυτός που ψάχνεις», μου κάνει ψιθυριστά. Και βάζει ταυτόχρονα το δάκτυλο κάθετα στα χείλη του, σαν να μου λέει «ησυχία τώρα, ησυχία...»
ΤΟΣΗ ταπεινοφροσύνη, τέτοια ηρεμία από εκείνον τον άνθρωπο που λίγες ώρες αργότερα, όλοι στη μονή από τον νεότερο μέχρι και τον γηραιότερο, ασπάζονταν το χέρι του και ζητούσαν ευλογία, δεν είχα συναντήσει πουθενά. Ούτε στους ισχυρούς εξουσιαστές πρωθυπουργούς και υπουργούς τους οποίους κάλυπτα δημοσιογραφικά τόσα χρόνια σε διάφορες αποστολές στο εξωτερικό. Ο ηγούμενος - μοναχός, από το διπλανό στασίδι, με εντυπωσίασε. Με έκανε να δω πιο καθαρά ότι δεν χρειάζεται να φοράς διακριτικά για να ασκείς εξουσία, ότι ο σεβασμός δεν απαιτείται ούτε επιβάλλεται, παρά μόνον κερδίζεται με πράξεις αγάπης, ανθρωπιάς, κατανόησης, άριστη συμπεριφορά, δικαιοσύνη και ταπεινοφροσύνη.
Η δυσπιστία όμως, για πολλούς, δυστυχώς είναι έμφυτη και ιδιαίτερο γνώρισμα των ανθρώπων εκείνων που εκτός από τις πολλές εμπειρίες ζωής διαθέτουν και κάτι άλλο που το χαρακτηρίζω ως «αρρωστημένη εξυπνάδα». Έτσι, μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που δεν επισκέφτηκε ούτε μια φορά το κοινόβιο ενός μοναστηριού, ούτε κατανόησε ποτέ την ανάγκη κάποιων για μοναστική ζωή, προσπαθεί με υποκρισία, απόρριψη και κοινωνικό αφορισμό, να «νομιμοποιήσει» εσφαλμένες ιδέες χρησιμοποιώντας αστείες αποδείξεις...
ΣΤΗΝ άλλη πλευρά του λόφου τώρα, των περίεργων εντυπώσεων που έφερε η προσκυνηματική εκδρομή, αστειοποιήθηκε η αναφορά του εκπροσώπου της Μονής ότι τη νύχτα ο «εξαποδώ» προσπάθησε τρεις φορές να μπει στο μοναστήρι, όμως οι Άγιοι πατέρες δεν του επέτρεψαν. Αυτό εσείς οι λαϊκοί - συνέχισε ο καλόγερος - δεν μπορέσατε να το αντιληφθείτε. Εμείς το είδαμε καθαρά και δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρεί, κάθε βράδυ προσπαθεί να μπει ο διάβολος στη Μονή, δεν μπορεί όμως. Τροφή για την άλλη πλευρά τα λόγια του μοναχού, βούτυρο στο ψωμί των δύσπιστων. «Λες να είδαν εσένα που περπατούσες στα στενάκια τα μεσάνυχτα, επειδή δεν είχες ύπνο;»- αμέσως να ενοχοποιηθεί η αϋπνία. Εκείνο το βράδυ με το αστείο αυτό ένας από την παρέα δεν γέλασε. Έκρυβε το μυστικό του για χρόνια. Ώσπου του δόθηκε η ευκαιρία να το αποκαλύψει. Έτσι, επειδή χρειάστηκε να ενισχύσει την μια άποψη της κοινωνίας, που ασπάζεται και υπηρετεί την εκκλησία. Κάποιες πέτρες στη χολή από εκείνη τη μέρα δεν τον ξαναενόχλησαν ποτέ. Εξαφανίστηκαν! Τώρα μπορεί να γελάει με όλα τα αστεία. Και των πιστών και των δύσπιστων...
Από τον Χρήστο Τσαντήλα