Το αγόρασα αμέσως, σαν παιδάκι που ξαναβρίσκει το αγαπημένο του παιχνίδι με μια λαχτάρα κι εκείνη την άγουρη περιέργεια των παιδικών μου χρόνων που αναζωπυρώθηκε ξαφνικά. Στο σπίτι άνοιξα με νοσταλγία τις κιτρινισμένες σελίδες που μύριζαν ναφθαλίνη. Η έντονη μυρωδιά, κλέφτρα αναμνήσεων του παρελθόντος, ζωντάνεψε μπροστά μου σαν όνειρο σκηνές καταχωνιασμένες στη λήθη…
Στη μεγάλη τραπεζαρία του καθιστικού η μάνα μου να φτιάχνει μελομακάρονα ανασκουμπωμένη ανάμεσα σε κανέλες, καρύδια, μπαχάρια.
Κάθε λίγο έριχνε κλεφτές ματιές, για να διαβάζει συγχρόνως τη συνέχεια από το φωτορομάντζο του περιοδικού που έμπαινε σπίτι μας ανελλιπώς κάθε Τρίτη. Όταν ρουφούσε τη μύτη της και ήταν έτοιμη να πλαντάξει στο κλάμα, καταλαβαίναμε και την έκβαση της ιστορίας. Τότε έμπαινε απρόσκλητη στο παιχνίδι της ανάγνωσης η γιαγιά και την κατσάδιαζε:
-Έλα τώρα, παντρεμένη γυναίκα εσύ, να διαβάζεις αισθηματικά μυθιστορήματα. Αυτά είναι για τις ελεύθερες. Έχουμε καλεσμένους αύριο, να τελειώνουμε με τα γλυκά.
Όταν για λίγο το «Ρομάντσο» απελευθερωνόταν από αλλότρια βλέμματα, το βούταγε εκείνη κλεφτά και κλεινόταν στο δωμάτιό της:
-Εμένα να με συγχωρείτε, έχω λίγο πονοκέφαλο, θα αποσυρθώ, συνεχίστε εσείς…
Κι αφού ξετίναζε και του λόγου της τις «Ιστορίες που γράφει η ζωή» του Ερνάνη, κατέληγε στις προφητείες του Καζαμία και στο πρετ-α-πορτέ ξεπατικώνοντας χριστουγεννιάτικα φορέματα. Κι ύστερα, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, έβγαινε από την πόρτα κι έλεγε στον παππού, που πάντα απορούσε για τους πονοκεφάλους της:
-Βρήκα στο δωμάτιό μου κι αυτό το περιοδικό, μήπως το θέλει κανείς; Αν κι αυτά τα διαβάζουν μόνο οι κομμώτριες και οι κοπτοραπτούδες.
Τρομάρα της… Όλη η οικογένεια το διάβαζε. Κι ο παππούς, που πάντα έπαιρνε εβδομαδιαία μαθήματα τσιγγουνιάς από τον «Σπαγγοραμένο» του Πολενάκη, το ρούφαγε κυριολεκτικά και ύστερα έδινε συμβουλές:
-Μην ποτίζετε τον μπακλαβά με τόσο λάδι… Θα αποτύχει. Και στο σιρόπι οικονομία, μη λασπώσει.
-Δεν μου λες πατέρα, έμπαινε στη μέση αλλάζοντας συζήτηση ο γιος του. Τι δώρο σκέφτεσαι να κάνεις στη γυναίκα σου φέτος τα Χριστούγεννα;
Ήταν μεγάλο πειραχτήρι ο πατέρας μου, αλλά και άφθαστος ισορροπιστής. Στην κατάλληλη στιγμή φιλοσοφώντας διακωμωδούσε την κατάσταση.
-Τι να της κάνω… Δεν βλέπεις που είναι μοντελάκι στα κατακόκκινα; Ένα κόκκινο μήλο ζαχαρωτό θα της αγοράσω από το πανηγύρι στην Ερμού, να είναι ασορτί! Πρέπει να τηρούμε και τα έθιμα, σύμφωνα με τον φίλο μου, τον Γιάννη Β. Ιωαννίδη. Τον διαβάζω κάθε φορά.
Ένας ορυμαγδός από γέλια ακούστηκε κι ο παππούς δεν ξαναμίλησε.
Οι ήρωες του σπιτιού τότε συχνά έμπλεκαν τη ζωή και τα κατορθώματά τους με εκείνη των πρωταγωνιστών στις σελίδες του «Ρομάντσου». Σκάρωναν φάρσες μέσα από τη στήλη «Η ζωή είναι κωμωδία» του Π. Βασιλειάδη, έπαιρναν άφεση αμαρτιών από τη «Λέσχη των Βαρελοφρόνων» του Αρχέλαου, διασκέδαζαν με τα χρονογραφήματα του Π. Παλαιολόγου, με τα «Έπεα Πτερόεντα» του Ασημάκη Γιαλαμά, με το πιπεράτο χιούμορ του Νίκου Τσιφόρου. Κι όλη αυτή η διάχυση των συναισθημάτων περνούσε από το χαρτί στην καθημερινότητά μας, γινόταν παρηγοριά, θαλπωρή και ζεστασιά που απλωνόταν σαν βάλσαμο στην ψυχή και απάλυνε πόνους και βάσανα.
Έκλεισα το περιοδικό γιατί βούρκωσαν τα μάτια μου οι αναμνήσεις, καθώς κουδούνιζαν στ’ αυτιά μου οι χαρές εκείνων των ημερών που έφυγαν, όπως «έφυγαν» και πολλά αγαπημένα πρόσωπα με το τέλος του περιοδικού στη δεκαετία του ’90. Για να αποφορτιστώ και να επανέλθω στην κανονικότητα των ημερών άνοιξα τον υπολογιστή. Τσαλαβούτησα επιφανειακά για ώρα σε ταξιδιωτικούς προορισμούς και ύστερα μπήκα στην προσωπική μου ιστοσελίδα στο f/b.
Η κ. και ο κ. τάδε ντυμένοι με τα καλά τους μπροστά στο τζάκι έστελναν σε όλους μας ευχές. Μία ακόμα διαδικτυακή φίλη ευχόταν σε εκατοντάδες χρήστες επιδεικνύοντας τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες της σαν κάτι το ανεπανάληπτο και φαντασμαγορικό. Στην επόμενη ανάρτηση ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο πόζαρε μοναχικό σε ένα πολυτελές σαλόνι. Την τιμητική τους είχαν ρούχα, κοσμήματα και διακοσμητικά βουτηγμένα σε χρυσόσκονη, απαραίτητη για το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν. Τον παραλογισμό του ατμοσφαιρικού glamorous διέκοπταν οι σέλφι χαμογελαστών φίλων, που ήδη είχαν εκδράμει σε χιονοδρομικά κέντρα. Κι ύστερα μία σειρά με προτεινόμενα βιβλία για τις διακοπές, που έμεινε ορφανή από αστεράκια, καρδούλες και likes που ανέβαιναν σε μερικές εκατοντάδες κάτω από τα μελομακάρονα και τα χριστουγεννιάτικα στολίδια.
Η παντοδυναμία της εικόνας με μεταμόρφωσε σε αόρατη διαρρήκτρια στιγμών, εισβάλοντας -όποτε ήθελα- κοντά στα άδυτα των άλλων, ενώ μέσα σε λίγη ώρα είχε καταφέρει να με απενεργοποιήσει συναισθηματικά, να με αποξενώσει από τη φυσική ανθρώπινη επαφή. Κι ύστερα σιωπή. Δεν άκουγα πια χαρμόσυνες μελωδίες αγγέλων, δεν μπορούσα να συνομιλήσω ζωντανά με κανέναν, δεν μπορούσα να ανταλλάξω καμία αγκαλιά. Ξημερώνοντας Χριστούγεννα, ξύπνησα από τις καμπάνες και από τη μυρωδιά του «Ρομάντσου», που ήταν ακουμπισμένο στο μέρος της καρδιάς…
Από τη Ζωή Καλαφάτη, εκπαιδευτικό, συγγραφέα