Η υπόθεση αυτή, όπως εξελίχθηκε τότε, πήρε πράγματι τα χαρακτηριστικά της φαρσοκωμωδίας. Κύριο χαρακτηριστικό της όλης διαδικασίας, υπήρξε η αδιαφάνεια σε όλα της τα στάδια, λες και κάποιοι, ήθελαν κάτι να κρύψουν . Από το τι περιείχαν οι φάκελοι των ενδιαφερομένων, μέχρι και πώς αξιολογήθηκε ο καθένας από εμάς, με την περιβόητη συνέντευξη στο αρμόδιο συμβούλιο.
Αποδείχτηκε τελικά, ότι ο καθένας μας ήταν, ό,τι δήλωσε, αφού δεν υπήρχε η δυνατότητα ελέγχου των αποδεικτικών δικαιολογητικών, το ενδεχόμενο κατάθεσης ψεύτικων ή πλαστών δικαιολογητικών ή ακόμα και το ενδεχόμενο απόκρυψης επιβαρυντικών για την αξιολόγησή μας στοιχείων (π.χ. πειθαρχικά παραπτώματα, επιβολή πειθαρχικών ποινών, παραπομπές στο Πειθαρχικό Συμβούλιο κλπ,).
Η δε συνέντευξη χρησιμοποιήθηκε από τους κρατούντες, ως ο «φερεντζές» για την πριμοδότηση των «δικών τους παιδιών». Δεν εξηγείται διαφορετικά η επιμονή τους για την τήρηση τέτοιας μυστικοπάθειας, σαν να επρόκειτο για κρατικά μυστικά αλλά και ο αποκλεισμός κάθε ενδιαφερομένου, από το απαράβατο δικαίωμά του, να ενημερωθεί για το περιεχόμενο, τουλάχιστον, του δικού του φακέλου, αλλά και των μορίων, που έλαβε κατά τη συνέντευξη. Πολύ δε περισσότερο των συνυποψηφίων του.
Τι ήθελαν να κρύψουν τελικά; Και από ποιον; Και να φανταστεί κανείς ότι εγώ προσπαθούσα να ενημερωθώ για το περιεχόμενο του δικού μου φακέλου, καθώς και για τα αποτελέσματα της αξιολόγησής μου, κατέχοντας τότε τη θέση του Γενικού Διευθυντή Δασών και ασκώντας τα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης. Αλλά μάταια. Το μόνο που κατάφερα τελικά ήταν να εξαιρεθεί ο κ. Παπατόλιας, τουλάχιστον από τη δική μου αξιολόγηση, κατά τη συνέντευξη. Κάτι ήταν κι αυτό.
Για τους άλλους ενδιαφερομένους , που δεν είχαν άλλου είδους πρόσβαση στον μηχανισμό, (γνωστόν από τα χρόνια του στρατού ως “ βύσμα”) από όσο γνωρίζω, ούτε λόγος, για ενημέρωσή τους, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την καταγγελία του κ. Δονδοτσάκη. Για μένα τελικά, ήταν η πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της 38χρονης πορείας μου, στη Δημόσια Διοίκηση, που δεν μου επιτράπηκε η πρόσβαση στα στοιχεία και στα αποτελέσματα της αξιολόγησής μου και κατά συνέπεια η δυνατότητα άσκησης ένστασης, για διόρθωση τυχόν στοιχείων, όπου θεωρούσα ότι η μοριοδότηση με αδικούσε, η ευνοούσε αδικαιολόγητα συνυποψήφιό μου.
Είναι κρίμα τελικά, που μια τέτοια διαδικασία, που αφορά στον εκσυγχρονισμό, στον εκδημοκρατισμό, στην αποκοματικοποίηση και στην αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης-δεδομένου ότι αναφέρεται στην επιλογή κορυφαίων στελεχών της –ευτελίστηκε από τους ίδιους τους κρατούντες με τέτοιο ανήθικο τρόπο. Και να φανταστεί κανείς ότι επρόκειτο για την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που άλλα επαγγέλονταν και για τα εντελώς αντίθετα, αγωνίζονταν, τα μέλη και τα στελέχη του, τα προηγούμενα χρόνια.
Όπως είναι κρίμα επίσης και για τη Δημόσια Διοίκηση και για την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Θεσσαλίας-Στ. Ελλάδας, η μετέπειτα επιλεκτική καρατόμηση δεκάδων άξιων στελεχών της, (νεκρών και ζωντανών ) με μια γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου που έσπευσε να κάνει δεκτή ο κ. Σκουρλέτης, ως υπουργός των Εσωτερικών τότε, (αν δεν την προκάλεσε κιόλας), με αποτέλεσμα να εκκρεμούν στα δικαστήρια δεκάδες προσφυγές των ενδιαφερομένων, που δεν φέρουν και καμιά ευθύνη.
Η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά, τους υπουργούς Εσωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ αλλά κυρίως τον κ. Σκουρλέτη, και τον μόνιμο γενικό γραμματέα κ. Πουλάκη, τους οποίους, ενώ από τη θέση του ασκούντος τα καθήκοντα του γενικού γραμματέα, είχα ενημερώσει πολλές φορές, εγγράφως και προφορικώς, ότι, με το να μην δίνουν λύση αναλαμβάνοντας τις ευθύνες τους, οδηγούν την κατάσταση σε αδιέξοδο, αυτοί σφύριζαν αδιάφορα, για να κρατούν σε ομηρία, για τους δικούς τους λόγους, τον γενικό γραμματέα και τα στελέχη της Αποκεντρωμένης. Αλλά δυστυχώς, τις δικές τους ευθύνες, τις πλήρωσαν και τις πληρώνουν-και δεν ξέρω για πόσο ακόμα- αυτοί που δεν έφταιξαν σε τίποτα.
Ηλίας Τσέλιγκας