της πρακτικής εφαρμογής των δικαιωμάτων στην καθημερινή ζωή. Η αξίωση προς αναγνώριση των δικαιωμάτων της ζωής, της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης που οραματίστηκε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1948 παραμένει ακόμη περισσότερο ως όραμα παρά ως πραγματικότητα. Όσον αφορά στην Ελλάδα, διαπιστώνεται μετά λύπης ότι το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χαρίζει για πολλά χρόνια στη χώρα αρνητικές πρωτιές. Στοιχεία και ποσοστά από πίνακες της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής (ELSTAT, EUROSTAT) αποδεικνύουν πως η Ελλάδα από το 2012 μέχρι το 2019 διεκδικεί τη δεύτερη έως την τέταρτη θέση στην καταπάτηση των δικαιωμάτων. Τρωτό σημείο, μεταξύ των άλλων, που χρήζει περαιτέρω ανάλυσης είναι το ζήτημα των έμφυλων ανισοτήτων, καθώς η χώρα μας το 2019 βρέθηκε να κατέχει την τελευταία θέση ανάμεσα σε 28 ευρωπαϊκές χώρες. Η συγκεκριμένη διαπίστωση προκαλεί πολλά ερωτήματα, ένα εκ των οποίων είναι, αν υπάρχουν προοπτικές ανατροπής της ζοφερής αυτής κατάστασης. Την απάντηση, λοιπόν, τη δίνει μια σύντομη ανασκόπηση των γεγονότων της επικαιρότητας. Ένα στοιχείο που προϊδεάζει τη δυσοίωνη εξέλιξη του ζητήματος είναι η πρόσφατη καταψήφιση από τη Βουλή της αναθεώρησης του Άρθρου 5 (παράγραφος 2) του Συντάγματος για την απαγόρευση των διακρίσεων. Η τροποποίηση που απορρίφθηκε αφορούσε τη ρητή προσθήκη της απαγόρευσης των διακρίσεων και βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας και χαρακτηριστικών φύλων. Όπως είναι προφανές η απόφαση πλήττει και αποδυναμώνει τα ατομικά δικαιώματα καθώς δημιουργεί ένα ευάλωτο καθεστώς, ανεκτικό σε νέες προσβολές. Σε μια πλουραλιστική κοινωνία, όμως, κρίνεται τουλάχιστον προβληματικό να μην αναγνωρίζεται στο ακέραιο η διαφορετικότητα και να μην προασπίζονται ρητά τα δικαιώματα μειονοτήτων του πληθυσμού. Η περιθωριοποίηση, η άνιση και διακριτική μεταχείριση θα διαιωνιστούν και δεν θα συναντήσουν ισχυρή αντίσταση από την πλευρά του Νόμου. Μ’ αυτά τα δεδομένα η Ελλάδα οπισθοδρομεί, απαρνείται τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό και καθίσταται ανίκανη να προστατέψει κάθε ιδιαιτερότητα. Άλλο ένα γεγονός που αποτύπωσε η τρέχουσα επικαιρότητα είναι αυτό της φοιτήτριας του ΑΠΘ που δέχθηκε στη βιβλιοθήκη της Σχολής την απρεπή συμπεριφορά ενός φοιτητή, ο οποίος μετά από καταγγελία της κατηγορήθηκε για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Η αξιόποινη πράξη του φοιτητή που απέκτησε τη δικαιολογητική βάση της νεανικής απερισκεψίας, εγείρει τον προβληματισμό κατά πόσο η νέα «μορφωμένη» γενιά μπορεί να διαφυλάξει και να προωθήσει την τήρηση των δικαιωμάτων. Συμπεριφορές, όμως, χωρίς ψήγματα συνείδησης, σεβασμού και παιδείας όχι μόνο δεν προάγουν, αλλά θρυμματίζουν την ουσία των δικαιωμάτων. Μάλιστα, όπως πολλοί θα παρατήρησαν αρωγοί στην προσπάθεια εξευτέλισης της προσωπικότητας έγιναν και γνωστοί τηλεοπτικοί παρουσιαστές. Πέντε λεπτά σχολιασμού του περιστατικού ήταν αρκετά για να αποδείξουν πως η σημερινή δημοσιογραφία αναζητά, διακωμωδεί ευαίσθητα θέματα και λειτουργεί χωρίς Κώδικα Δεοντολογίας, χωρίς επίγνωση του λόγου και χωρίς αξίες. Γι’ αυτό, λοιπόν, τη στιγμή που τα περιστατικά της γυναικείας κακοποίησης αγγίζουν το 40%, καλό είναι να προσέχουμε ποιους επιλέγουμε στην ενημέρωση και σε ποιους δίνουμε δημόσιο βήμα. Συνοψίζοντας, τα παραπάνω μαρτυρούν πως η ανατροπή της κατάστασης θα είναι εξαιρετικά δύσκολη διότι η καλλιέργεια της ανθρωποκεντρικής θεώρησης απουσιάζει από πολλούς φορείς. Εμφανιζόμαστε απαίδευτοι και ηττημένοι μπροστά στο στοίχημα του ανθρωπισμού. Η μόνη, ίσως διέξοδος στο πρόβλημα είναι να προσεγγίσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα όχι μόνο ως στείρες διατάξεις, αλλά ως φιλοσοφία ικανή να αποτρέψει μείζονα κοινωνικά προβλήματα. Επομένως, ένα σύγχρονο κράτος οφείλει να οργανώνεται σε ρητές θεμελιώδεις αξίες, να εκπαιδεύει τον λαό σ’ αυτές και να μην δημιουργεί την εντύπωση πως υπάρχουν νησίδες δικαιωμάτων σε μια θάλασσα μισαλλοδοξίας και διακρίσεων. Μόνο τότε θα επιβεβαιωθεί και θα διασφαλιστεί η αξία του ανθρώπου.
Από τη Δήμητρα Παπαθανασίου, φοιτήτρια Νομικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης