Θα μου πεις, ποια Μίνα ρε παλιοκερχελέ; Άμα δεν ήταν μια Μίνα θα ήταν μια Θοδώρα, μια Κατερίνα, αφού ήσουν – ως απεδείχθη- επιρρεπής στο... κακό. Ήμην κύριε Προέδρε, ομολογώ. Διότι μια μέρα «την έκανε» η Μίνα, τα’φτιαξε με άλλονε, και μένα μου ’μεινε το τσιγάρο... στο χέρι. (Αχ Μίνα!).
Και πώς να μην καπνίσει η γενιά μου; Το τσιγάρο ήταν τότε απόλυτα ενταγμένο στη ζωή των ανθρώπων. Για να καταλάβουν οι νεότεροι και να θυμηθούν οι παλαιότεροι, στο σαλόνι του σπιτιού μας υπήρχε τότε... «τσιγαροθήκη». Το ως άνω σκεύος συνίστατο σε πορσελάνινο κυτίον, πλήρες σιγαρέτων. Ήτο δηλαδή της μοδός σε όλα τα comme il faut μεσοαστικά σπίτια να σε κερνάνε, μαζί με το βερμούτ, τα σοκολατάκια και τους «εργολάβους» και από ένα τσιγάρο, το οποίον άναβες μεγαλοπρεπέστατα μέσα στο σαλόνι κι εσύ και οι υπόλοιποι επισκέπτες. Και πάφα – πούφα όλο το βράδυ, χρειαζόταν να αφήσεις την επομένη για ώρες τα παράθυρα ανοιχτά να ξεμυρίσει το σπίτι.
Με τα τσιγάρα διαθέσιμα παντού, ήτο μοιραίον και ουχί τυχαίον κύριε Πρόεδρε ότι θα «αμάρτανα» από τα οκτώ μου έτη! Φοβερόν; Είχα δηλαδή έναν εξάδελφο πιο τολμηρό και «τζαναμπέτη» από εμέ κι ένα βράδυ με φεγγάρι, απουσιαζόντων των γονέων μας εις κοσμικήν εκδήλωση, ανάψαμε το πρώτον «Άσσος Έξπορτ». Τι να σας είπω; Ότι... πνιγήκαμε; Ότι «μας πήγε... να». Ότι δεν ξέραμε τι να το κάνουμε και πως το κρύψαμε κάτω από το... χαλί;
Είπα τότε ότι δεν θα καπνίσω ποτέ στη ζωή μου. Όχι μόνο για το ξύλο που έφαγα την επομένη, ότε το «έγκλημα» απεκαλύφθη κάτω από τον τάπητα. Αλλά, ένεκα της αηδίας που αισθάνθηκα από την πρώτη εκείνη «ρουφηξιά». Μα ήταν δυνατόν να βάζουν στο στόμα τους αυτό το πικρό και αηδιαστικό πράγμα; Ήταν!
Το κάπνισμα ήταν για κείνη την εποχή κάτι το απόλυτα φυσικό. Ντουμάνι παντού. Στις δημόσιες υπηρεσίες, στις τράπεζες, στα μαγαζιά, στα σπίτια, ακόμη και στις κρεβατοκάμαρες όπου θα κοιμόσουν το βράδυ, όλοι κάπνιζαν. Κάπνιζαν ακόμη και στα Νοσοκομεία, ενίοτε και μέσα στους θαλάμους. Μην σας πω για τα γραφεία των γιατρών που ήτανε «ο τεκές της Μαριγώς» που λέει κι ένα βαρύ άσμα.
Το ίδιο το σχολείο, αν θυμάσαι, έδινε αξία στο κάπνισμα. Για τους δασκάλους της εποχής – άλλες τσιμινιέρες κι αυτοί- η Ελλάδα «ήτο μια αγροτική χώρα που εξήγε έλαιον, σταφίδας και καπνόν». Παναπεί, ο καπνός ήταν ένα απόλυτα νόμιμο και φυσιολογικό προϊόν προς κατανάλωση, όπως π.χ. το έλαιον και τα... εσπεριδοειδή. Να πεις για τον ελληνικό κινηματογράφο που διαμόρφωνε τότενες πρότυπα και συνήθειες; Άναβε τσιγάρο ο Κούρκουλος, σού φυσούσε τον καπνό στα μούτρα κι έπεφταν χάμω να πεθάνουν τα λιγωμένα θηλυκά ανά την ελληνική επικράτεια. Οπότε το ΄πιανες κι εσύ ο βαρβάτος αρσενικός, ο άντρας ο βαρύς ο πρόστυχος το υπονοούμενο: τσιγάρο ίσον μαγκιά και γοητεία. Οπότε, «πιάσε τα βαριά τσιγάρα μου...».
Το τσιγάρο σήμαινε τότε πολλά. Στα... νεφελώδη φοιτητικά αμφιθέατρα, τα «καρελάκια» και ο «άσος σκέτος» ήταν στοιχείο προοδευτικότητας κι αριστεροσύνης. Στις οικοδομές, όπου δούλευαν τα παλικαρόπουλα της εποχής, ήταν μαγκιά και νταηλίκι... Στα ουζερί, όπου κατέληγε τα μεσημέρια η εργατιά, ήταν κοινή μέθεξη ευωχία και χαρά... Και το βραδάκι στα ταβερνάκια ήταν μαζί με το κρασάκι, η έκφραση του καημού για έρωτες που δεν βρήκαν ανταπόκριση (μουσική υπόκρουση μπουζουκιού απαραίτητος).
Δεν ήταν μόνο αντρικό το προνόμιο. Τα θηλυκά μπήκαν δυναμικά στο «σπορ». Οι απογευματινοί καφέδες στις καφετέριες ή στα σπίτια όπου γινόταν το μεγαλύτερο κουτσομπολιό και αποκαλύπτονταν τα πιο ένοχα μυστικά, ήταν η χαρά του καπνού. «Έλα ρε φιλενάδα, πάρε ένα τσιγαράκι»... Και «για λέγε, για λέγε...».
Καμιά εικοσαριά χρόνια «καπνιστής» και ο ίδιος, πριν το κόψω οριστικά, κατέχω πολύ καλά την ψυχολογία του εξαρτημένου. Δεν «κώλωσα» ούτε καν στη σκέψη ότι ήμουν ένα πολύ κακό πρότυπο για τα παιδιά μου. Έφτανα σε σημείο να μην μπορώ να εργαστώ δίχως καφέ και τσιγάρο. Καθόμουν μπροστά στο λευκό χαρτί και καμιά σκέψη δεν κατέβαινε. Ένιωσα στο πετσί μου τι θα πει πανικός όταν τρεις η ώρα το πρωί διαπίστωνα ότι είχα ξεμείνει... Και τα περίπτερα στον σταθμό του ΟΣΕ, όπου έσπευδα με τις... πιζάμες, με ξέρουν κι απ’ την καλή κι απ΄ την ανάποδη και μένα και πολλούς ακόμη ομοιοπαθείς.
Θέλω να πω μ’ όλα αυτά, ότι το τσιγάρο είχε πάντοτε και... «ρίζες» στην ελληνική κοινωνία και ένα είδος «νομιμοποίησης» στη συνείδηση του κόσμου. Εντάξει, είναι κακό, βλάπτει την υγεία, αλλά μέχρις εκεί. Εξάλλου, όπως έλεγε κι ένα σουξεδάκι της εποχής «ό,τι απαγορεύεται είναι και πιο γλυκό». Το τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης μη αντιλαμβανόμενος προφανώς ότι έτσι έδινε άλλοθι και αποενοχοποιούσε την ελληνική κοινωνία από τις εξαρτήσεις της. Τουλάχιστον αυτός το έλεγε τραγουδιστά. Γιατί όλοι εμείς, οι υπόλοιποι κάφροι, γελούσαμε με το γέλιο του «Νεάντερνταλ» και διακηρύσσαμε στα ταβερνεία, εις επήκοον όλων «άντε γεια μας... και την υγειά μας να ‘χουμε να... καπνίζουμε» (!).
- «Μην καπνίζετε βρε παιδιά, αυτοκτονείτε...» μας έλεγε καμιά φορά ο βουλευτής – γιατρός Έκτορας Νασιώκας κάθε που περνούσε από την εφημερίδα όπου μόλις μας διέκρινε μέσα από το σύννεφο καπνού. Λίγο μετά, ως υφυπουργός Υγείας, ξεκίνησε την πρώτη – κατ’ ουσίαν- σοβαρή καμπάνια για την απαγόρευση του καπνίσματος. Μάλλον δεν τον πήραν και πολύ σοβαρά. Ο ίδιος ο πρόεδρός του, ο Αντρέας, ήταν συνώνυμο των παθών και των καταχρήσεών του, από τις οποίες έφαγε ως γνωστόν και το κεφάλι του.
Από τον... Όθωνα, ως τον Νασιώκα, τον Αβραμόπουλο και σήμερα ως τον Κυριάκο η «ανυπότακτη» Ελλάδα... αντιστάθηκε στις απαγορεύσεις με κανονικό «αντάρτικο». Έτσι γουστάρω ρε, τι θες τώρα; Άσε που σε μια χώρα της οποίας η βαριά βιομηχανία είναι οι ταβέρνες, οι καφετέριες και τα μπουζούκια, η απαγόρευση θα ήταν οικονομική (αλλά και... εκλογική) καταστροφή.
Κι όμως, γυρίζει! Δεν χρειάστηκε να «πέσουν» παρά μερικά πρόστιμα για να αλλάξει η κατάσταση και να γεμίσουν τα πεζοδρόμια, έξω από τα πάσης φύσεως κέντρα, με τους αμετανόητους του τσιγάρου που καπνίζουν όρθιοι, σαν σε τιμωρία. Μια νέα κατάσταση διαμορφώνεται ήδη. Η Ελλάδα μπορεί και να τελειώνει με μια κατάσταση που κρατάει κάτι αιώνες τώρα. Γιατί ο Έλληνας αυτός είναι: «μάγκας» μέχρι να πέσει η πρώτη καμπάνα. Μετά... σκέτο «γατάκι».
Ακούω τώρα βαθυστόχαστες αναλύσεις του στυλ, πρέπει η ίδια η κοινωνία να αποβάλει το τσιγάρο, να αλλάξουν τα πρότυπα, να γίνουν καμπάνιες στο σχολείο. Τρίχες. Αυτές είναι συνταγές που δοκιμάστηκαν, απέτυχαν και πάμε γι’ άλλα. Είναι δικαιολογίες και άλλοθι ότι δήθεν κάτι κάνουμε, αλλά... τι να γίνει, ο κόσμος δεν ακολουθεί.
Το πράγμα αποδεικνύεται πως είναι πολύ πιο απλό : εφαρμογή του Νόμου με διάρκεια, κι όχι απλά ένας ντόρος μερικών ημερών. Έτσι ώστε το «μη καπνίζειν» να γίνει σταδιακά μια κανονικότητα στο μυαλό του κόσμου, - ακόμη κι αν μιλάμε για... Έλληνες- να γίνει συνήθεια και κυρίαρχη νοοτροπία.
Περί αυτού ουδεμία αμφιβολία έχω πλέον. Η μόνη μου απορία που μου έχει απομείνει πια αφορά τη... Μίνα.
- Μίνα, Μίνα... Τι θα γινόταν αν δεν σε είχα γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου;
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr