Αγαπώ πολύ τις ελιές και τα κυπαρίσσια. Αυτά τα δένδρα, λες και έχουν προικιστεί με σωφροσύνη, λες και ξέρουν τα όριά τους και αποδέχονται την αδυναμία τους. «Γνωρίζουν» πως, το να υποχωρείς προσωρινά απέναντι στο κακό, να σκύβεις το κεφάλι και να το σηκώνεις ξανά, περήφανα, δεν είναι δουλοπρέπεια, δεν είναι κατ’ ανάγκην ήττα. Είναι στρατηγική, βασισμένη στη μεγάλη αρετή της υπομονής. Που λέει πως όλα θα περάσουν, όλα τα κακά και όλα τ’ άσχημα και πως καλύτερες μέρες θα ξανά ’ρθουν στη ζωή μας.Η ελιά δεν είναι λεύκα, ψηλή, λεπτή, και ψηλομύτα, που αντιστέκεται άμυαλα στον αέρα και συνήθως πέφτει νικημένη από αυτόν. Η ελιά, έχει ένστικτο, έχει μια σοφία.
Εδώ και χρόνια έχω «κληρονομήσει» κι εγώ μια ελιά, η οποία με έχει κάνει... φιλόσοφο. Το γέρικο αυτό δένδρο, μου το έδειξε ο ηλικιωμένος άνδρας που μου πούλησε ένα οικόπεδο στον Κίσσαβο, προσδιορίζοντας τα όριά του:
- Δεν ξέρω ’γω τι λεν τα τοπογραφικά και οι μηχανικοί, εγώ ξέρω πως στην ελιά είν’ το σύνορο. «Αναντάμ παπαντάμ» που λένε...
Και είχε δίκιο. Τα σύνορα ήταν εκεί, το επιβεβαίωσαν αργότερα και οι μηχανικοί. Διότι, έτσι κανόνιζαν τις σχέσεις τους κάποτε οι ανθρώποι. Μια γκορτσιά στον κάμπο, μια ελιά στα ημιορεινά, όπως σε μας, στον κάτω Κίσσαβο , τα δένδρα οριοθετούσαν πάντοτε όχι απλά τα σύνορα, μα και την καλή γειτονία μεταξύ των ανθρώπων. Και κανένας δεν διανοούταν τον άγραφο αυτό Νόμο να τον παραβεί. Τον κακότροπο, μπαίνανε στη μέση οι χωριανοί και τον συνέτιζαν.
Αλλά τότε, υπήρχαν «χωριανοί». Άνθρωποι και δένδρα συμβίωναν αρμονικά, «βοηθώντας» ο ένας τον άλλο. Οι άνθρωποι πότιζαν και κλάδευαν τα δένδρα που τους αντάμειβαν με τους καρπούς τους. Και οι φωνές, τα γέλια και τα τραγούδια αντηχούσαν στα κασταναριά και τους ελαιώνες. Η Ελλάδα των μικρών παραγωγικών κοινοτήτων που έφτιαξαν αυτό το Κράτος ήταν εκεί, ζώσα, παλλόμενη.
Σήμερα δεν είναι, τα περισσότερα κτήματα έχουν εγκαταλειφθεί. Για παράδειγμα, εγώ γνωρίζω, βάσει των συμβολαίων ότι γειτνιάζω με τους «κληρονόμους Παπαδόπουλου» (υποθετικό το όνομα).
-Και ποιοι είναι αυτοί οι περίφημοι κληρονόμοι βρε παιδιά, - έχω ρωτήσει επανειλημμένα τους ντόπιους. Το συμπέρασμα από τις κατά καιρούς συζητήσεις μας, τις ασαφείς μνήμες τους και τις ακριτομυθίες μας είναι ότι οι περίφημοι «κληρονόμοι» που αναζητώ είναι σήμερα τόσοι πολλοί και «όλοι φευγάτοι», ώστε το διπλανό κτήμα να είναι στην ουσία... άνευ ιδιοκτητών. Όπως συμβαίνει με πάρα πολλά κτήματα και κτίσματα στη σημερινή Ελλάδα, οι τωρινές γενιές αγνοούν ακόμη και πού βρίσκεται η πατρογονική περιουσία.
Το βέβαιον είναι ότι οφείλω ευγνωμοσύνη στον προπάππο των «Παπαδόπουλων». Αυτός, μου είπαν, πρέπει να την φύτεψε την ελιά σου, αυτήν που έχεις για σύνορο. Μια πρόχειρη έρευνα θέλει τον «γενάρχη» των Παπαδόπουλων να φύτεψε την ελιά αρχές του 20ού αιώνα. Και, πράγματι, η όψη του δένδρου, το πάχος του κορμού του, με πείθουν περί αυτού. Που σημαίνει ότι το δένδρο «είδε» τη μικρασιατική καταστροφή και την προσφυγιά, έζησε δύο μεγάλους πολέμους κι έναν εμφύλιο, τάισε, μαζί με άλλα, δένδρα ανθρώπους που πείναγαν πραγματικά. Είναι το ίδιο δένδρο που έδωσε ίσως το λάδι του για να ανάψουν καντήλια ευσεβών. Τότε που οι άνθρωποι ακόμη πίστευαν και αποζητούσαν την εξ’ ύψους παρηγορία, άλλος για να γυρίσει το παιδί απ’ την Αμερική, άλλος για «να είντο καλά» εκεί στα καράβια που πήγε ναυτικός, ή να γιάνει το κορίτσι που έπεσε να πεθάνει- να δεις που από μάτι ήτανε.
Μπορείς να δεις πολλές αναλογίες στη ζωή ενός ανθρώπου κι ενός δένδρου. Όπως ο άνθρωπος μπλέκει στη ζωή με όλων των ειδών τα κακά, αρρώστιες, θανάτους, χρεοκοπίες, ανεργία, χωρισμούς κάθε είδους, έτσι και η ελιά μου έμπλεξε με τον πανίσχυρο κισσό του Κισσάβου. Τούτος δω ο διάολος, αρπάζει τα δένδρα από τον λαιμό, κλώθεται γύρω τους σαν φίδι, τα σφίγγει, τα στραγγαλίζει είναι έτοιμος να τα καταπιεί. Κι όλο και πυκνώνει. Κι όλο και γίνεται πιο βαρύς. Έτσι που στο τέλος ρίχνει τα δένδρα «καταή», νεκρά στο χώμα, μην μπορώντας να αντέξουν το βάρος του. Θυμάμαι, πάλευα μια ολόκληρη βδομάδα να αποκολλήσω τον κισσό από πάνω της. Το ένα κλαδί του έκοβα, τσουπ, δεύτερο από κάτω- για τέτοιον άτιμο μιλάμε. Κι αν ο Δροσίνης τον «στόλισε» για τα καλά, εγκαλώντας τον για «πλάνο ψήλωμα», το θέμα είναι ότι τη ζημιά την κάνει.
Όταν αποτίναξα και το τελευταίο «νεύρο» του κισσού, το δένδρο, η ελιά μου, ήταν σαν να χαμογελούσε. Ανάσανε βαθιά, σαν έναν βαριά άρρωστο άνθρωπο που ξύπνησε από λήθαργο κι έδωσε το πρώτο σημάδι ζωής. Με τον Αποστόλη, έναν Αλβανό εργάτη, την κουρέψαμε γερά- «μήπως την παραπήραμε ρε Αποστόλη»;- «μπα, μην την φοβάσαι, θα ξαναδώσει», είπε, όπως λένε η ελιά πρέπει να είναι τόση ανοιχτή που από μέσα της να περνάνε πουλιά.
Με αντάμειψε. Το δένδρο, αν δεν το προλάβει ο δάκος, μου προσφέρει κάθε Νοέμβρη μερικά κιλά ελιές, μαύρες και χοντρές, όχι ιδιαίτερα νόστιμες σε σχέση με τις καλαματιανές, αλλά εγώ τις απολαμβάνω γιατί δεν παύει να είναι οι δικές μου ελιές.
Μα η μεγαλύτερη ανταμοιβή μου, είναι η ίδια η ελιά. Την κοιτώ από το παράθυρο, με τα κλαδιά της να πάλλονται ανάλογα με την πορεία του ανέμου, ένα υπέροχο και τόσο ελληνικό ταμπλό βιβάν. Κλαδιά ελιάς, σαν κι αυτά που πήρε στα χέρια του ο βιβλικός Νώε σαν ένα σήμα απ’ τον Θεό. Κλαδιά ελιάς σαν κι αυτά που στεφάνωναν αρχαίους ολυμπιονίκες, κλαδιά ελιάς σαν κι αυτά που συντρόφευαν έναν Ιησού στην προσευχή του. Και πίσω απ’ την ελιά, ο ουρανός με τα βαμβακάτα σύννεφά του. Και στο βάθος το πέλαος, άλλοτε ήρεμο, άλλοτε αφρισμένο, και ο ήχος της καμπάνας του «Αι Ταξιάρχη» κυρίες και κύριοι, καλώς ήρθατε στην ωραιότερη χώρα του κόσμου, ναι, το πιστεύω, δεν μιλώ για τα συνήθη τουριστικά κλισέ που αναμασούμε όλοι.
Μέσα φθινοπώρου και η μέρα μικρή. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Χάρηκα που σ’ αρκετούς από τους παλιούς ελαιώνες άνθρωποι δούλευαν και μάζευαν τα λιόδεντρα. Το ξέρω, πάλι θα παραπονούνται για τις τιμές που δεν βγάζουν ούτε το κόστος, πάλι θα τα ‘χουν με τους Ιταλούς και τη «μαφία του λαδιού» που ελέγχει τις παγκόσμιες αγορές, και «τι κάνει το δικό μας το Υπουργείο; Κοιμούνται ντιπ;».
Μα μου φτάνει που οι άνθρωποι είναι εκεί. Και οι ταπεινές ελιές είναι εκεί, οι ελιές είναι σ’ όλη την Ελλάδα, μαζεύονται αυτήν την εποχή και είναι κάτι ανώτερο από οικονομικό το ζήτημα. Είναι ταυτότητα και αισθητική μαζί είναι η γνωστή φράση του Ελύτη πως κι αν χαλάσει η Ελλάδα, «με μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι την ξαναφτιάχνεις».
Η ελιά είναι ελπίδα... Σκύβουμε μαζί της το κεφάλι στη γη, στοχαζόμαστε και περπατάμε αντάμα, απ’ τα χρόνια τα παλιά, τα αρχαία...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr