Τώρα το πόσο ταιριαστό είναι ένα ζευγάρι μόνο οι ίδιοι το ξέρουν. Άλλο το τι περνάμε προς τα έξω κι άλλο αυτό που είμαστε πραγματικά.
Το κάθε ζευγάρι έχει και τις διαφωνίες και τις αντιπαραθέσεις φθάνει να είναι η βάση γερή και σταθερή, που είναι η αγάπη.
Κι αυτά τα δύο παιδιά αγαπιόνταν πολύ.
Ο Δημήτρης και η Μαρίνα κατάγονταν από μία πόλη της Θεσσαλίας. Γνωρίστηκαν στη Θεσσαλονίκη όταν σπούδαζαν. Φοιτούσαν στο ίδιο πανεπιστήμιο σε διαφορετικές σχολές. Ο Δημήτρης σπούδαζε φυσικός και η Μαρίνα φιλόλογος.
Ερωτεύτηκε ο ένας τον άλλον με την πρώτη ματιά. Ήταν αυτός ο πολυτραγουδισμένος κεραυνοβόλος έρωτας.
Οι γονείς τους ήξεραν αυτόν τον δεσμό και δεν είχαν καμιά αντίρρηση. Κάποια στιγμή τελείωσαν τις σπουδές και κατέβηκαν στην πόλη τους. Μαζί περνούσαν τις περισσότερες ώρες της ημέρας και τα βράδια έπιναν το ποτό τους σε μια πλατεία της πόλης, συνήθως με παρέα.
Η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω απ’ τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, την κρίση και την έλλειψη εργασίας. Αλλά δεν απογοητεύονταν, έλεγαν κάποια στιγμή θ’ αλλάξουν τα πράγματα και κάτι θα βρεθεί και γι’ αυτούς.
Όμως τα χρόνια περνούσαν, τα μνημόνια διαδέχονταν το ένα το άλλο, η ανεργία προχωρούσε κι όπως όλοι οι φίλοι τους έτσι κι αυτοί πορεύονταν με το χαρτζιλίκι των γονιών τους. Οι γονείς της Μαρίνας είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν.
«Πού θα πάει αυτό, πόσο θα τραβήξει; Πρέπει ή να παντρευτείτε ή να χωρίσετε, να πάρει ο καθένας τον δρόμο του…». Έλεγαν.
Όμως το να παντρευτούν ήταν μια κουβέντα. Ένα σπιτικό με το που θ’ ανοίξει έχει χίλια έξοδα, όταν μάλιστα έρθουν και παιδιά. Και οι γονείς αυτό το ήξεραν και το καταλάβαιναν, αλλά κι αυτή η μακροχρόνια σχέση χωρίς σκοπό τούς εκνεύριζε. Τα προβλήματα πάντα φέρνουν τσακωμούς και καυγάδες, και αυτό το ζευγάρι φυσικά, δεν θα αποτελούσε εξαίρεση.
Οι γλύκες και τα ερωτόλογα… εξαφανίστηκαν και οι τακτικές βραδινές έξοδοι λιγόστεψαν. Αγαπιόνταν βέβαια, αλλά κι αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί, οι γονείς είχαν δίκιο. Κάποια στιγμή μετά από πολλή σκέψη και αρκετές συζητήσεις, αποφάσισαν να χωρίσουν. Δεν πήγαινε άλλο.
Ο Δημήτρης θα έφευγε για το εξωτερικό, το σκεφτόταν από καιρό. Στη Γερμανία ζούσε ένας ξάδερφός του, που ήταν εγκατεστημένος χρόνια και του υποσχόταν πως κάτι καλό θα εύρισκε και για εκείνον.
Ένα βράδυ βροχερό σε μια γωνιά κάποιας καφετέριας, με βαριά καρδιά και πολλές τύψεις, είπαν το τελευταίο «αντίο».
Η Μαρίνα μετά από καιρό έκανε μια καινούρια γνωριμία μ’ έναν ιδιοκτήτη φροντιστηρίου, που της εξασφάλισε και δουλειά και ύστερα από μερικούς μήνες, αφού τα… βρήκαν, παντρεύτηκαν.
Για τον Δημήτρη δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν και τα χρόνια κύλησαν σαν το ποτάμι, σαν τη βροχή που δε γυρίζουν πίσω… Είχε μια ωραία οικογένεια, δυο κόρες που σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο και έναν σύζυγο πιστό και αφοσιωμένο.
Η Μαρίνα μια όμορφη πενηντάρα, απολάμβανε την οικογενειακή ζωή και το παρελθόν το είχε αφήσει πίσω προ πολλού… Εκείνο το καλοκαίρι αποφάσισαν να κάνουν διακοπές σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Συνήθως πήγαιναν στο εξοχικό τους που ήταν στα κοντινά παράλια.
Απόγευμα, καθισμένοι σ’ ένα κεντράκι του νησιού, έπιναν τον καφέ τους. Δίπλα ακριβώς καθόταν ένα ζευγάρι. Κάποια στιγμή ο άντρας γύρισε το κεφάλι του και … «Μαρίνα εσύ είσαι;…». Και ήρθε προς το μέρος τους. «Δημήτρη…» ψέλλισε η Μαρίνα και αμέσως αμήχανα… «Να σου συστήσω τον άντρα μου…». «Κι εγώ τη γυναίκα μου. «Κλάρα έλα εδώ, η Μαρίνα ήταν… συμφοιτήτριά μου στο πανεπιστήμιο».
Ένα παγωμένο «χαίρω πολύ» βγήκε απ’ τα χείλη όλων. Σε λίγο όμως ζεστάθηκε η ατμόσφαιρα. Συζήτησαν για διάφορα, για την κατάσταση στην Ελλάδα, για τη ζωή στη Γερμανία όπου ζούσε ο Δημήτρης και η Κλάρα.
Αργά το βράδυ σηκώθηκαν όλοι να φύγουν. Η Μαρίνα σε όλον τον δρόμο μέχρι το ξενοδοχείο ήταν αμίλητη. Έφτασαν στο δωμάτιο ξεντύθηκαν και βγήκαν στη βεράντα.
Κάποια στιγμή ο άντρας της, της έπιασε το χέρι και… «Μαρίνα έχεις κάτι; Απ’ την ώρα που συναντήσαμε το ζευγάρι είσαι κάπως».
«Νίκο» αυτό ήταν το όνομά του. «Θέλω κάτι να σου πω. Ο Δημήτρης δεν ήταν μόνο συμφοιτητής μου… ήταν κάτι παραπάνω…».
«Μη λες τίποτα άλλο αγάπη μου, το κατάλαβα. Τώρα είμαστε μαζί, αγαπιόμαστε, έχουμε μια ωραία οικογένεια τι άλλο θέλουμε…;». «Έχεις δίκιο Νίκο μου, ας αφήσουμε πίσω το παρελθόν, δεν ξέρω γιατί ταράχτηκα, πάει πέρασε».
Αγκαλιάστηκαν, η νύχτα προχωρούσε, το κύμα προσπαθούσε να… καταπιεί τον βράχο, παρέες νέων με γέλια και τραγούδια κατέβαιναν προς την παραλία και η ζωή συνεχιζόταν…
Από την Καλλίτσα Γκουράβα – Δικτά,
συγγραφέα