Συνετέλεσαν σ’ αυτή την εξέλιξη πολλοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων ο κομματικός φανατισμός και η καθιέρωση της απλής αναλογικής, που με τις έριδες των παρατάξεων μεταξύ τους οδήγησαν, σιγά σιγά, το ρωμαλέο, κάποτε, συνδικαλιστικό κίνημα σε εσωστρέφεια και σε περιορισμό της απήχησής του στους εργαζόμενους και στην κοινωνία. Συνετέλεσαν, επίσης, η κατάχρηση του όπλου της απεργίας και το γεγονός, ότι, με τον καιρό, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις κατάντησαν τα μακριά χέρια των κομμάτων, ενώ πολλοί συνδικαλιστές άρχισαν να εξαργυρώνουν τις αγωνιστικές τους περγαμηνές, είτε έναντι πινακίου φακής, είτε με θέσεις στους κομματικούς σχηματισμούς, αλλά και στο κοινοβούλιο μεταβαλλόμενοι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε δούρειους ίππους των συμφερόντων των εργαζομένων, αφού είναι δύσκολο να υπηρετεί κανείς δύο κυρίους.
Συνετέλεσε, όμως, και κάτι ακόμα σ’ αυτό, οι κλαδικοί στόχοι, κάθε φορά, που αποφασίζονταν μια απεργία, αν δεν επεδίωκαν, φανερά, την ανατροπή της, εκάστοτε, κυβέρνησης, ήταν, τις περισσότερες φορές, τόσο μαξιμαλιστικοί και πανεργατικού χαρακτήρα, ώστε να μην προκαλούντο ενδιαφέρον πολλών εργαζομένων και γι’ αυτό, η συμμετοχή τους στις απεργίες ήταν και παραμένει μικρή. Κάπως έτσι, με την πάροδο του χρόνου, και η ρετσινιά του απεργοσπάστη έπαψε να μετρά, αρνητικά.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, χάθηκε, σιγά σιγά, η εμπιστοσύνη των εργαζομένων προς τη συνδικαλιστική τους ηγεσία και ο συνδικαλισμός από διεκδικητικός, βάθρο της δημοκρατίας και όπλο των εργαζομένων στις αυθαιρεσίες της εξουσίας κατάντησε μετερίζι για ανάδειξη κομματικών στελεχών και για φθορά των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Γι’ αυτό και για να ανακάμψει το συνδικαλιστικό κίνημα, η κατάσταση αυτή πρέπει ν’ αλλάξει, το συντομότερο δυνατό, και, μάλιστα, με πρωτοβουλία όχι άλλων, αλλά της ίδιας της συνδικαλιστικής ηγεσίας, η οποία δεν πρέπει να εθελοτυφλεί και να κρύβει τα προβλήματά της κάτω απ’ το χαλί, αλλά να τα δει κατάματα και να τα αντιμετωπίσει. Γιατί, κακά τα ψέματα, εκλογές για ανάδειξη συνδικαλιστικών οργάνων σε μέρες εργάσιμες, προκειμένου να κρύψει η συνδικαλιστική ηγεσία το πρόβλημα της αδιαφορίας και μη συμμετοχής των πολλών εργαζομένων σ’ αυτές, δε βοηθούν στην ενίσχυση και ανάκαμψη του συνδικαλιστικού κινήματος. Άλλωστε, κάτι τέτοιο, σε μια ανταγωνιστική και γεμάτη ανισότητες κοινωνία, επιτυγχάνεται, μόνο, με τη συμμετοχή των εργαζομένων και με αγώνες ενωτικούς και μαζικούς και όχι με το αγωνισθείτε εσείς, για να δοξασθούμε εμείς.
Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει, να εκλείψουν όλες οι παθογένειες, που ανέφερα, προηγουμένως, και, προπαντός, ο σφιχτός εναγκαλισμός των παρατάξεων με τα κόμματα, μια που είναι πάρα πολύ δύσκολο έως αδύνατο να υπηρετεί κανείς δύο κυρίους. Θα πρέπει, επίσης, στους αγώνες να περιορίζονται τα ιδεολογικά σκεπτικά, που χωρίζουν, και να προβάλλονται, κυρίως, τα κοινά αιτήματα των εργαζομένων, τα οποία είναι πολλά και ενώνουν, μια που όλοι τους, όπου κι αν ανήκουν πολιτικά, βράζουν στο ίδιο καζάνι προβλημάτων.
Θα πρέπει, ακόμα, να σταματήσει η κατάχρηση του όπλου της απεργίας και, πάση θυσία, να βρεθούν τρόποι, ώστε να ξαναγίνουν οι γενικές συνελεύσεις μαζικές και, ύστερα από γόνιμο, ουσιαστικό και χωρίς ακρότητες διάλογο, να αποτελούν αυτές, ει δυνατόν, το μοναδικό κέντρο λήψης των αποφάσεων και μάλιστα με αυξημένη συμμετοχή και πλειοψηφία των εργαζομένων, ειδικά, όταν πρόκειται να αποφασίσουν για απεργία.
Και το προτείνω αυτό, γιατί, σήμερα και έτσι, όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, οι γενικές συνελεύσεις έχουν υποβαθμισθεί και όλες τις απεργίες, μικρής ή μεγάλης διάρκειας, τις αποφασίζουν, ουσιαστικά, τα διοικητικά συμβούλια των σωματείων, τα οποία βρίσκουν τρόπους, ώστε να παρακάμπτουν τις συνελεύσεις. Βοηθούν, σ’ αυτό, και τα καταστατικά τους, τα οποία, σύμφωνα με τον νόμο, όταν δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη απαρτία στην πρώτη συνεδρίαση, προβλέπεται η απαρτία στη δεύτερη να επιτυγχάνεται, όσοι κι αν είναι οι παρόντες στη συνέλευση.
Με την ίδια λογική, τάσσομαι, βέβαια, και κατά της απρόσωπης ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, που προτείνει η σημερινή κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να σταματήσουν οι ελάχιστοι και οι οργανωμένες μειοψηφίες ν’ αποφασίζουν για τους πολλούς, αφού, κατ’ αυτόν τον τρόπο, καταργούνται οι συνελεύσεις, περιορίζεται ο διάλογος και αποτυγχάνουν οι αγώνες.
Μόνο, έτσι, πιστεύω, ότι και το συνδικαλιστικό κίνημα μπορεί να ανακάμψει και περισσότερα προβλήματα μπορούν να επιλύονται, ανεξάρτητα απ’ το ποιος βρίσκεται στο τιμόνι της εξουσίας, αλλά και η δημοκρατία να λειτουργεί απρόσκοπτα.
Από τον Κώστα Γιαννούλα