Κάπου εκεί κοντά της, όμως, έμενε ένας πλούσιος άνθρωπος. Κάθε φορά, λοιπόν, που περνούσε μπροστά από το σπίτι της γυναίκας, την άκουγε να λέει «Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε». Στην αρχή δεν έδινε σημασία, αλλά κάποια στιγμή αυτό άρχισε να τον εκνευρίζει. Πώς μπορεί αυτή η γυναίκα, τόσο φτωχή, να ευχαριστεί συνέχεια τον Θεό, σκεφτόταν. Μια μέρα, λοιπόν, αφού ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι της και την άκουσε να λέει πάλι «Δόξα τω Θεώ» νευρίασε τόσο πολύ που είπε στον υπηρέτη του «Πήγαινε στο σούπερ - μάρκετ και γέμισε δύο καρότσια τρόφιμα. Πήγαινέ τα σε αυτή τη γυναίκα και όταν σε ρωτήσει ποιος τα έφερε θα της πεις ο διάβολος τα έφερε».
Έτσι λοιπόν κι έκανε ο υπηρέτης. Την επόμενη μέρα πήγε στο σούπερ-μάρκετ, γέμισε δύο καρότσια με τρόφιμα τόσο που ξεχείλιζαν και πήγε στη γυναίκα. Όταν έφτασε της χτύπησε την πόρτα. «Α! Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ», είπε εκείνη μόλις βγήκε έξω κι αντίκρισε τα δύο καρότσια. «Δεν θέλετε να μάθετε ποιος σας έστειλε τα τρόφιμα» τη ρώτησε ανυπόμονα ο υπηρέτης. «Όχι παιδί μου, δεν έχει σημασία. Όταν ο Θεός θέλει ο διάβολος τον υπηρετεί» και παίρνοντας τα δύο καρότσια μπήκε μέσα ευτυχισμένη.
Σισκόπουλος Νικόλαος
Α' ΚΑΠΗ