Εκείνη όμως από περιέργεια, άνοιξε το πιθάρι και τότε ξεχύθηκε στον κόσμο πλήθος συμφορών, άγνωστες μέχρι τότε. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Δίας τιμώρησε τους ανθρώπους που είχαν ευεργετηθεί κρυφά παίρνοντας τη φωτιά από τον Προμηθέα. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν η Πανδώρα έκλεισε το πιθάρι είχε απομείνει μέσα μόνο η Ελπίδα. Με μια πρώτη ανάγνωση η ερμηνεία του μύθου φαίνεται εύκολη. Είναι αυτή που μας δίδασκαν στο σχολείο, ότι δηλαδή όσες συμφορές και μας βρουν στη ζωή, πάντα υπάρχει η ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Η ελπίδα θεωρείται διαχρονικά το αντίδοτο στην ανθρώπινη δυστυχία. Για να έχει όμως νόημα θα πρέπει να ξεφεύγει από μια ανόητη, μια αφελή πεποίθηση ότι όλα απλά θα πάνε καλά στο μέλλον. Όταν υπάρχει αυτή η θεώρηση, τότε μιλάμε για μειονέκτημα. Ελπίζουμε ότι τα πράγματα στην ελληνική κοινωνία θα πάνε καλύτερα, ότι η οικονομία θα βελτιωθεί, ότι θα υπάρχουν δουλειές και τόσα άλλα. Πώς όμως θα γίνουν όλα αυτά; Όσο παραμένουμε αδρανείς, όσο κοιτάζουμε μόνο το προσωπικό μας όφελος, όσο απέχουμε από συλλογικές δράσεις, όσο ανεχόμαστε παραβατικές καθημερινές συμπεριφορές και τόσα άλλα, τότε δεν έχει κανένα νόημα να μιλάμε για ένα καλύτερο μέλλον. Πώς είναι δυνατόν μια κοινωνία να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο, από τη στιγμή που δεν κάνει τίποτε για να κρατήσει το πιο παραγωγικό της κομμάτι, τους νέους, στη χώρα; όταν δεν κάνει τίποτε για να βελτιώσει την καθημερινότητά της; όταν αφήνει την επίλυση των προβλημάτων της σε κάποιους άλλους; Αυτή η κοινωνία δυστυχώς ζει σε μια διαρκή φαντασίωση και αναπόφευκτα δεν έχει μέλλον. Το μόνο που κάνει είναι να διαιωνίζει προβλήματα από δεκαετία σε δεκαετία και να οραματίζεται ότι κάποια πράγματα θα φτιάξουν από μόνα τους κάποια μέρα. Η ελπίδα ως έννοια έχει ένα πιο βαθύ και πιο ουσιαστικό περιεχόμενο. Σύμφωνα με τον μύθο της Πανδώρας στον πάτο του πιθαριού απέμεινε η ελπίδα. Σκόπιμα ο μύθος την τοποθετεί να μην ξέφυγε από το πιθάρι. Η ελπίδα δεν είναι κάτι που συναντάμε στη ζωή μας καθημερινά, όπως η αλαζονεία, η κακία, ή έστω η τιμιότητα, η καλοσύνη. Ο πάτος του πιθαριού συμβολίζει τον εσωτερικό κόσμο του καθενός μας. Η ελπίδα υπάρχει μέσα μας και ο κάθε ένας από εμάς ελπίζει διαφορετικά πράγματα και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Η ελπίδα ουσιαστικά αποτελεί πλεονέκτημα, μόνο όταν υιοθετούμε μια ενεργητική στάση στη ζωή μας. Όταν δεν επιτρέπουμε στα καθημερινά μας προβλήματα να μας συνθλίψουν, όταν ξεπερνάμε τους φόβους μας, τότε μπορούμε να ευελπιστούμε σε ένα καλύτερο αύριο. Η ελπίδα πρέπει να είναι η κινητήριος δύναμη που θα ενεργοποιήσει τις δυνάμεις μας ως κοινωνία και ως άτομα, που θα μας κάνει να είμαστε προσηλωμένοι στους στόχους μας, που θα μας δώσει κίνητρο για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματά μας. Η ελπίδα συνοδεύεται πάντα από την έντονη επιθυμία μας να πετύχουμε κάτι. Κάποτε, όταν ρώτησαν τον Αριστοτέλη, τι είναι η ελπίδα, εκείνος απάντησε: το όνειρο του ξύπνιου. Και είχε δίκιο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα όνειρα θα προσπαθήσουμε να τα πραγματοποιήσουμε και θα αποτελέσουν το κίνητρο για τη βελτίωση της ατομικής αλλά κοινωνικής ζωής.
Κάθε φορά που βελτιωνόμαστε ως άτομα και ως κοινωνία, συμβαίνει κάτι περίεργο. Ελπίζουμε συνεχώς και λιγότερο. Η ελπίδα, αυτό το όνειρο στον ξύπνιο μας κατά τον αριστοτελικό ορισμό, αποτελεί την αφετηρία να οραματιστούμε ένα καλύτερο αύριο και όταν θέτουμε σε εγρήγορση τις δυνατότητές μας, εμπλουτίζουμε τις γνώσεις μας, αποκτούμε πίστη στον εαυτό μας, τότε σταματάμε απλά να ελπίζουμε. Αυτό εννοούσε και ο Καζαντζάκης με τη φράση του «δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος». Είχε συνειδητοποιήσει ότι έχοντας απόλυτη γνώση των δυνατοτήτων μας, έχοντας μάθει να παλεύουμε να λύνουμε τα προβλήματά μας, τότε δεν χρειάζεται να ελπίζουμε άσκοπα και να ζούμε με φαντασιώσεις, ευελπιστώντας ότι όλα θα διορθωθούν από μόνα τους. Επιβάλλεται να γίνει κατανοητό ότι η ελπίδα είναι εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο μόνο όταν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, αλλιώς είναι τροχοπέδη στην ατομική και κοινωνική εξέλιξη. Όπως σωστά είχε πει ο Γερμανός ποιητής και συγγραφέας Σίλερ (1759-1805): Αυτός που δεν τολμάει τίποτε, δεν χρειάζεται ελπίδα για τίποτε.
Από τον Νίκο Τάχατο,
φιλόλογο