Σεξουαλικό έγκλημα στην Κρήτη με την Αμερικανίδα βιολόγο. Διπλό έγκλημα για μία θέση πάρκινγκ στην Καβάλα. Δεκατετράχρονο κοριτσάκι «φεύγει» σε Λούνα Παρκ στον γειτονικό Αλμυρό και ο αναγκαίος «ασυνείδητος» που με το αυτοκίνητο δολοφονεί γιαγιά και εγγονάκι.
Το καλοκαίρι δεν ψάχνω ν’ ακούσω ειδήσεις. Μια ανεξήγητη βεβαιότητα με διακατέχει ότι είναι συνήθως θλιβερές. Αλλά με ψάχνουν αυτές. Έρχονται στο κινητό μου με έναν ήχο ειδοποίησης, πέφτουν φευγαλέα στο μάτι κι από κει και πέρα η περιέργεια αναλαμβάνει δράση. Διαβάζω τίτλους. Και υποφέρω.
Νοσταλγώ τα πραγματικά καλοκαίρια, τα καλοκαίρια της άγνοιας. Πάνω στα βουνά της Πίνδου, στα πατρικά χωριά. Εκεί που μας πήγαιναν οι γονείς από ανάγκη, γιατί άλλο δεν υπήρχε. Μύκονος, Ύδρα, το κοσμικό Λουτράκι και τα Καμένα Βούρλα, όλα εκείνα τα τουριστικά «μαστ» της εποχής, ήταν προνόμια του αθηναϊκού μεγαλοαστισμού. Οι υπόλοιποι στα πατρικά. Σε βουνά και σε ραχούλες. Και λίγο Πλαταμώνα, με την «Ωτομοτρίς», γιατί το έλεγαν και οι γιατροί: η θάλασσα έχει ιώδιο. «Ψήνει το κορμί», κάνει καλό στα παιδιά.
Ήταν τόσο ωραία στα βουνά! Οι κουβέντες, κάτω από τον πλάτανο ανήκαν στους παλιότερους:
- Τη βλέπς κείνη κει την κορφή; Αϊ, μέχρι κει φτάσαν οι Ιταλοί. Μιτά τσ’ πήρε φαλάγγι η θκος μας η Κατσιμήτρους κι τσ’ λιάντσι... Ήμαν πιδούλι τότε. Πάαινα στα πρόβατα κι άκουγα παντού το «μπάμπα-μπούμπα» ...
Τα καλοκαίρια κείνα, κάτω από τον πλάτανο, με «δασκάλους» τους ηλικιωμένους άντρες με τα βαριά σκούρα ρούχα και το βλοσυρό ύφος, μαθαίναμε ιστορία στους τόπους όπου αυτή γράφτηκε.
Τα καλοκαίρια κείνα τα παλιά, τα νέα έφταναν αργά, δύο φορές τη βδομάδα μονάχα, κάθε που έφταναν τα φορτηγά στο χωριό κουβαλώντας ανθρώπους, οικοσκευές και προμήθειες.
-Αϊ, τι νέα ο ρε πατριώτ απ’ τ’ Λάρσα;
-Α, κι συ... Τι νέα; Α, τα ίδια ...
Η ίδια σκηνή, κάτω από τον ίδιο πλάτανο τα τελευταία καλοκαίρια θέλει τους ανθρώπους να φορούν πολύχρωμα ρούχα και ελαφρά, η κλιματική αλλαγή επήλθε, δεν κάνει πια τόσο κρύο στα βουνά.
Μια φωνακλάδικη κοινωνία, που κανένα ιστορικό άγος δεν τη βαραίνει, έχει μετατρέψει την πλατεία από τόπο συγκέντρωσης, διαλόγου και αναψυχής σε μια απέραντη υπαίθρια ταβέρνα-βωμό της κατανάλωσης. Αν σταθείς και παρατηρήσεις το ανθρώπινο τοπίο, οι μισοί φλυαρούν στο κινητό, οι αποδέλοιποι σερφάρουν κάνοντας χρήση δεδομένων – το Wi-Fi της τοπικής ταβέρνας τα έχει φτύσει- και μαθαίνουν κάθε είδηση, αμέσως μόλις αυτή προκύψει. Κάπως έτσι οι άνθρωποι μιλούν πολύ, δίχως να λένε τίποτε και φορτώνουν τον εγκέφαλο με άχρηστες πληροφορίες. Οι παλιές ιστορίες που περνούσαν από γενιά σε γενιά μένουν έτσι «άρρητα ρήματα», απωθούνται στην αιώνια λήθη.
Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, σερφάροντας δηλαδή στο κινητό, διάβασα προ ημερών την είδηση ότι στην Ελασσόνα μια εργάτρια γης αλβανικής καταγωγής, πενήντα τεσσάρων ετών, σκοτώθηκε πέφτοντας από καρότσα αγροτικού οχήματος που τη μετέφερε από το χωράφι στο σπίτι. Ένας ακόμη καλοκαιρινός θάνατος. Ένας παράλογος θάνατος. Σ’ ένα καπνοχώραφο, στο πουθενά.
Ένιωσα μεγάλη λύπη. Πρώτα στάθηκα στην ηλικία. Ήταν τόσο νέα η Αλμπίνα! – ας της δώσουμε ένα τυχαίο όνομα. Με πιάνεις; Πενήντα τέσσερα. Μικρότερος, θεωρούσα τους πενηντάρηδες γέρους. Τώρα λέω πως μικροί είναι ακόμη και οι... εβδομηντάρηδες, λες και γίνεται να ξεγελάσεις τον χρόνο με τέτοια τερτίπια.
Μετά, έκανα μια αφαίρεση. Ετών πενήντα τεσσάρων, άρα γεννημένη το 1965, στην Αλβανία. Καταλαβαίνεις τι θα πει αυτό... Στην Αλβανία του Χότζα και του Αλία. Στο βασίλειο της φτώχειας, του σκληρού ολοκληρωτισμού και της ισοπέδωσης των ανθρώπων. Εκεί η ζωή αρχίζει και τελειώνει σ’ ένα χωράφι. Ολόκληροι πληθυσμοί βαφτίζονται εργάτες γης και... τέλος. Οι ζωές τους, ένα εκκρεμές με την ίδια πάντα ταλάντωση: σπίτι–χωράφι, χωράφι-σπίτι ταξιδεύοντας στην καρότσα ενός παμπάλαιου καμιονιού που περνά από το χωριό και φορτώνει ψυχές. Στο ίδιο πάντα δρομολόγιο.
Αποκλίσεις δεν επιτρέπονται. Όνειρα και σχέδια για καλύτερο μέλλον δεν υπάρχουν καν στον νοητικό ορίζοντα των ανθρώπων.
Το κόμμα και ο μεγάλος πατερούλης σύντροφος Εμβέρ θέτει ο ίδιος τους στόχους που πρέπει να πιάσει κάθε «Κοοπερατίβα» (Συνεταιρισμό) στην παραγωγή σταριού. Όσοι το πιάνουν, εισπράττουν την ευαρέσκεια του Κόμματος. Οι υπόλοιποι έχουν θέμα.
Αλλά, με «ευαρέσκεια» και μόνο, δεν χορταίνουν τα στομάχια των ανθρώπων... Κατάρρευση. Μια κοινωνία σε διάλυση, στους δρόμους της ξενιτιάς. Άστα, τους ξέρουμε κι οι Έλληνες καλά αυτούς τους δρόμους. Κακαβιά, νυχτερινές πορείες στην Πίνδο για αποφυγή των μπλόκων της Αστυνομίας. Μετά Γιάννενα, Τρίκαλα, Λάρισα, κι από κει... πάλι καροτσάδα με «λαθραία» φορτηγά στην Ομόνοια. «Επιχείρηση σκούπα», σύλληψη και μεταγωγή στο Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας, για επαναπροώθηση στην Κακαβιά μέχρι την επόμενη λαθραία είσοδο. Και να είσαι πάντα ο «κωλοαλβανός», ο «κλέφτης» ο «κακοποιός», φταις δεν φταις, είσαι το φτηνό μεροκάματο, εκείνος που φοβάται αλλά και προκαλεί τον φόβο στους ντόπιους...
Τριάντα χρόνια μετά, πάλι στις ίδιες διαδρομές. Απ’ τα κατσάβραχα της Χειμάρρας στα καπνοχώραφα της Ελασσόνας, πάντα με φορτηγάκι και πάντα στην καρότσα... Γιατί ο Θεός έτσι τα ’δωκε, άλλοι να κυκλοφορούν με αυτοκίνητα πολυτελείας κι αλλονών να χορταίνει ο κώλος τους καροτσάδα. Ο Θεός... Λέμε τώρα. Να παρηγοριόμαστε...
Ο ίδιος αυτός Θεός ας αναπαύσει την ψυχούλα της Αλμπίνα, μα και όλων αυτών των ασήμαντων και ταπεινών πλασμάτων που τους έλαχε σ’ αυτήν τη ζωή να ταξιδεύουν στις καρότσες, αγωνιζόμενοι για το μεροκάματο. Και που μέσα σε μια στιγμή απροσεξίας, «αδειάζονται» σε μια στροφή του δρόμου και φεύγουν για το μεγάλο ταξίδι... Ίσως και για τον μεγάλο λυτρωμό.
Μέρες αποκαλόκαιρου πια. Ο ήλιος εξακολουθεί να καίει πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων, μα το βράδυ κρύβεται και νυχτώνει νωρίτερα... Τα πρώτα κίτρινα φύλλα πέφτουν απ’ τα πλατάνια. Το καλοκαίρι ξεψυχά.
Να φύγει. Να πάψει αυτό το κακό, να σπάσει ο κύκλος του θανάτου, μήπως και έρθουνε μέρες λιγάκι πιο καλές...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr