Η επιστήμη ορίζει ότι η πηγή της κρίσης αυτής είναι το ίδιο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, καθώς το έμβιο όν διαπιστώνει έκπληκτο και κάποιες φορές ίσως έντρομο, ότι η στιγμή του θανάτου είναι πλέον ορατή, όχι μόνο σαν μύχια σκέψη αλλά και σαν πραγματικότητα της οποίας η πιθανότητα του επέλθειν δεν θεωρείται αμελητέα.
Το οδηγών τη βιολογική μας ύπαρξη ένστικτο, αυτό της αυτοσυντήρησης, δημιουργεί στον καθένα από εμάς διαφορετικού τρόπου αντιδράσεις, που καθορίζουν το βάθος του επανα-αυτοπροσδιορισμού μας.
Σε κάποιους από εμάς, η λύση είναι εύκολη. Δίνεται από την παρηγορητική αντίδραση ότι το τέρμα του δρόμου είναι μακριά. Τα σύννεφα του επαναπροσδιορισμού εξαφανίζονται έτσι, με το πρώτο αεράκι της δεύτερης ανέμελης σκέψης. Στις περιπτώσεις αυτές, η στροφή στην επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα που επιβεβαιώνει το καλώς έχειν των συνηθειών, το αρίστως ποιήσαι των ήδη πεπραγμένων αλλά και το ορθώς πράττειν των μέλλει γενέσθαι, καταξιώνει τον παρελθόντα χρόνο και οριοθετεί μια συμπεριφορά για όσα είναι να έρθουν.
Μια προβλέψιμη καμπύλη, όπως συνηθίζουν να λένε οι μαθηματικοί, της οποίας το αποτύπωμα στο χώρο και στο χρόνο μπορεί να χαραχθεί προτού καν παραχθεί. Τι κομψές και συναρπαστικές λέξεις, μπορεί να χαραχθεί προτού καν παραχθεί! Πόση κενοδοξία για να χαρακτηρίσεις τόσο απρόσωπα περιληπτικά και ομοιόμορφα το υπόλοιπο μιας ζωής, αμφισβητώντας βάσιμα την αιτιολογία της ύπαρξής του.
Σε κάποιους άλλους, το ένστικτο φέρεται πιο σκληρά. Τους βασανίζει εναποθέτοντάς τους, μαλακά στην αρχή είναι αλήθεια, πεζοπόρους στη σήραγγα του χωρόχρονου, απ’ την οποία καλούνται να βγουν χωρίς να βουλιάξουν. Τα οράματα της νεότητας περιμένουν στα πρώτα φανάρια της σήραγγας. Η πορεία ζωής, που είχε χαράξει ο καθένας για τον εαυτό του στις απαρχές της νιότης του ξετυλίγεται εντυπωσιακά εμπρός του μα η εικόνα κάπου ξεθωριάζει. Πίσω από το πέπλο που τυλίγει την εύρωστη νιότη, τα ερωτηματικά της καταμέτρησης του αποτελέσματος προβάλλουν βασανιστικά. Κριτής και κρινόμενος ο πεζοπόρος, περιμένει υπομονετικά να αλλάξει το χρώμα στα φανάρια της σήραγγας. Τι πήγε καλά, τι όχι, τι έφταιξε, τι μπορούσε να γίνει και δεν έγινε, τι μπορεί να αλλάξει τώρα.
Στο φανάρι της αμφισβήτησης, το πράσινο δεν ανάβει μόνο του, δεν υπάρχει χρονοδιακόπτης ούτε κουμπί για να ξεφύγεις. Πρέπει να πατήσεις μόνος σου το κουμπί, για να συνεχίσεις εμπρός όταν νιώσεις σίγουρος για το υπόλοιπο του δρόμου. ¨Εχει κανόνες σκληρούς η πορεία μέσα στη σήραγγα, δυστυχώς μετά το πέρασμα του φαναριού δεν πρέπει να κοιτάξεις πίσω, έως να βρεις τα επόμενα φανάρια ή να τα δημιουργήσεις μόνος σου. Είναι μακρινοί οι καιροί που οι ματιές στο παρελθόν δημιουργούσαν στήλες από αλάτι, αλλά κάποιο μούδιασμα στα πόδια σου σίγουρα θα το νιώσεις.
Στη σήραγγα της αυτοπραγμάτωσης της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, η αναζήτηση των λαθών και η αποτίμηση των χαμένων προσδοκιών μαζί με την απογοήτευση για ανεκπλήρωτους πόθουςαφού διαπιστώσει το λάθος, θέτει μοιραία το διαχρονικό ερώτημα που ορίζει την ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης. Τι είναι το σωστό; Υπάρχει άραγε σωστό στο διηνεκές ή είναι απλά ένα ρούχο με το οποίο ντύνουμε οι ίδιοι τους στόχους μας για να αντέξει το χειμώνα του χρόνου;
Δεν πρέπει να ξεχνιέται κανείς σ’ όλα αυτά. Δεν περισσεύει ο χρόνος. Η ενόραση του τέλους της σήραγγας, η αποτίμηση της ζωής που ήδη πέρασε είναι πολύ δύσκολη. Ακόμη δυσκολότερη, η καταμέτρηση των υπολοίπων για τον καθένα ρίχνοντας μια ματιά στην κλεψύδρα του. Πίσω της και μέσα σ’ αυτή εκείνη των παιδιών του που μόλις έχει αρχίσει να τρέχει, μπροστά του εκείνη των γονιών του, αν της έχει μείνει άμμος ακόμη, και οι τρεις μαζί φτιάχνουν τον χωρόχρονο της προσωπικότητας του καθενός και προσδιορίζουν μια εξίσωση με πολύ δύσκολη λύση.
Είναι η λύση υπαρκτή, είναι μοναδική άραγε στροβιλίζονται τα ερωτήματα στο μυαλό του οδοιπόρου ενώ τα μαθηματικά σπεύδουν να στέρξουν. Απαγωγή σε άτοπο, σκέφτεται, έστω ότι υπήρχε μία και μόνη λύση. Μα δεν θα την είχε βρει κάποιος τόσα χρόνια, και αν την είχε βρει το ίδιο το ένστικτο δεν θα τον είχε βοηθήσει να γλιτώσει τον εαυτό του και τους άλλους γνωστοποιώντας την παντού; Μα αν πάλι ήταν έτσι ο δρόμος για την αυτοπραγμάτωση και την τελική συνάντηση με το Θείο στο τέλος του δρόμου δεν θα ήταν ένας, ένας καλά ορισμένος αλγόριθμος που οδηγεί με ασφάλεια στην μία και μόνη λύση;
Αν πάλι η λύση είναι μοναδική και δεν έχει βρεθεί, ποιο είναι άραγε το νόημα να τη ψάχνει κανείς τόσα χρόνια. Μήπως ο αγώνας για τη λύση είναι μια παραπλάνηση του ενστίκτου για να κρατά το μυαλό του ζωντανό όταν το σώμα αρχίζει να πέφτει;
Εκτός πια, σκέφτεται, και τώρα είναι έτοιμος να πατήσει το κουμπί για να αλλάξει το φανάρι, αν στη λύση υπάρχει ένας ελεύθερος άγνωστος, η πιο σωστά ένας άγνωστος ελεύθερος, όπως αρμόζει να ονομάζει ο καθένας μας το βαθύ του είναι. Η λύση δεν μπορεί παρά να βρίσκεται σ’ αυτό το άγνωστο που κουβαλάμε ο καθένας μέσα μας και που στην προσπάθειά μας να το βρούμε το μυαλό παίρνει βαθιές αναπνοές για να βουτήξει στα άδυτα της ψυχής. Η σκέψη είναι πάντα ελεύθερη οδηγός στην κατάδυση όπως ελεύθερη είναι και η απόφαση για το πού θα σταματήσει κανείς αναζητώντας ασφαλή και ρηχά νερά.
Είναι το παιχνίδι του αγνώστου και της ελευθερίας που τελικά χαρακτηρίζει όλη μας την ύπαρξη, μας στροβιλίζει γύρω του, εναποθέτοντάς μας σε ασφαλείς τροχιές προσωρινά και τελικά μας ξεσηκώνει σε νέους προορισμούς, μέχρι να βρούμε το τέρμα.
Ποιος θα μας δείξει το τέρμα; Ποιος θα μας βοηθήσει να φτάσουμε σωστά; Ποιος θα καθοδηγήσει την κατάδυση της σκέψης; Ποιος θα ρίξει τον καθένα μας στο νερό για να βουτήξει; Ποιος θα πει στα πόδια να σηκωθούν όταν τα μάτια βλέπουν τον δρόμο χαραγμένο. Υπήρχαν κάποτε ταγοί. Παιδεία, οργανωμένες κοινωνικές δομές, αξίες. Υπάρχουν ταγοί; Θα υπάρξουν ξανά ποτέ ή εγκλωβίστηκαν και αυτοί στις δικές τους σήραγγες; Ποιος μπορεί να απαντήσει; Μόνο οι ταγοί. Όχι τώρα όμως. Το είπαμε και στην αρχή, η συμφωνία είναι ότι δεν κοιτάμε πίσω. Μόνο στα επόμενα φανάρια. Αρκεί να ανάψουν σύντομα!
Διαμαντής Κωτούλας