Ο πρώτος νόμος της κυβέρνησης Μητσοτάκη, λίγες μόνο εβδομάδες μετά τη νίκη στις εκλογές της 7ης Ιουλίου και πιο σύντομα από τις προεκλογικές μας εξαγγελίες, είχε ακριβώς αυτόν τον στόχο: την προσπάθεια άρσης των καταστάσεων που έφεραν σε αδιέξοδο και απόγνωση εκατομμύρια Έλληνες.
Η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22% μεσοσταθμικά και η βελτίωση των 120 δόσεων, ώστε να δοθεί ρευστότητα στην οικονομία, να φύγει ο βραχνάς των κατασχέσεων από 1,1 εκατομμύριο οφειλέτες, να τονωθεί η αγορά ακινήτων και να ξαναβρούν τα σπίτια των Ελλήνων πολιτών την αξία που έχασαν, ήταν τα πρώτα αναγκαία βήματα. Θα συνεχίσουμε με τις επόμενες μειώσεις φόρων, οι οποίες θα έρθουν με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος σε λίγες εβδομάδες, όπως ακριβώς δεσμευτήκαμε.
Η μεσαία τάξη καθώς και οι πιο αδύναμες οικονομικά κατηγορίες πολιτών θα πρέπει να αρχίσουν να αισθάνονται στην πράξη πως το κράτος είναι εδώ για να τους προστατέψει και πως η κυβέρνηση αγωνίζεται εμπράκτως για την αποκατάσταση των οικονομικών αδικιών.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη «μεγάλη εικόνα» της οικονομίας. Μόλις πρόσφατα η χώρα μας δανείστηκε 2,5 δισ. ευρώ, με επταετές ομόλογο με ιστορικά χαμηλό επιτόκιο 1,9%. Ήδη, μάλιστα, τα επιτόκια για τους ελληνικούς τίτλους στη δευτερογενή αγορά είναι πολύ χαμηλά. Το ελληνικό Δημόσιο πριν λίγες μέρες άντλησε ποσό 812,5 εκατ. ευρώ κατά τη δημοπρασία εντόκων γραμματίων εξάμηνης διάρκειας με απόδοση 0,15%, έναντι 0,23% στην προηγούμενη δημοπρασία εντόκων αντίστοιχης διάρκειας. Τι δείχνουν όλα αυτά; Ότι οι αγορές -που δεν εξετάζουν τα πράγματα στατικά αλλά με βάση το τι μπορεί να γίνει στο μέλλον- δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας μας.
Η προσπάθεια ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας έχει ήδη ξεκινήσει. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει ως στρατηγικό της στόχο την εφαρμογή συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων που θα φέρουν την ανάπτυξη της χώρας σε ρυθμούς τέτοιους που να επιτρέπουν τη βελτίωση της πραγματικής οικονομίας και της ζωής των Ελλήνων. Οι πολίτες σύντομα θα δουν τη διαφορά στην καθημερινότητά τους.
Από τη Στέλλα Μπίζιου, δικηγόρο, βουλευτή Λάρισας της ΝΔ