Για παράδειγμα, ο εκλογικός νόμος του 1977 έθετε ως όριο το 17% προκειμένου να μπει κάποιο κόμμα (ας πούμε το ΚΚΕ) στη δεύτερη κατανομή. Ο νόμος του 1985 βελτίωσε τα πράγματα για τα μικρά κόμματα, αλλά στην πιο αναλογική του μορφή έφθασε το 1989 με «κατασκευαστή» τον Άκη Τσοχατζόπουλο. Για να γίνει τότε πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης χρειάστηκε ποσοστό της τάξης του 47% (1990) μετά από απανωτές εκλογές και έχοντας απέναντί του τον υπόδικο και άρρωστο Α. Παπανδρέου.
Την επόμενη χρονιά η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ψήφισε και πάλι την ενισχυμένη αναλογική (ν. 1907/1990 ή νόμος Κούβελα), όπου προβλεπόταν ο σχηματισμός κυβέρνησης από το πρώτο κόμμα ακόμη κι αν προηγείτο του δευτέρου κατά 1% ή και λιγότερο. Και εκεί την… «πάτησε». Διότι στις εκλογές του 1993, ο Κων. Μητσοτάκης (μετά από την πτώση της κυβέρνησής του εξαιτίας της ανεξαρτητοποίησης του Γ. Συμπιλίδη) χάνει από τον Α. Παπανδρέου με διαφορά περίπου 7,5 μονάδων και στην ουσία εξέρχεται της ενεργού πολιτικής. Ο νόμος Κούβελα άλλαξε το 2008.
Στον εκλογικό νόμο 3231/2004 (νόμος Σκανδαλίδη) η αναλογικότητα προσεγγίζει το 87% και δίνεται bonus 40 εδρών στο πρώτο κόμμα. Το 2008 η αναλογικότητα μειώνεται στο 83,3% και η «επιδότηση» του πρώτου κόμματος φθάνει στις 50 έδρες (νόμος 3636/2008, νόμος Παυλόπουλου). Τον Ιούλιο του 2016 ψηφίστηκε στη Βουλή με 179 ψήφους η Απλή Αναλογική.
Συνεπώς στη χώρα μας το εκλογικό σύστημα δεν υπήρξε απλώς άδικο για τα μικρότερα κόμματα. Δεν ήταν ούτε καν σταθερό και υφίστατο την «κοπτοραπτική» της σκοπιμότητας-για την επανεκλογή τους ή για την παρεμπόδιση των αντιπάλων-των εκάστοτε κυβερνώντων. Το βασικό επιχείρημα για το «δώρο» των 40 ή 50 εδρών στο πρώτο κόμμα -σύμφωνα με τους εισηγητές των αντίστοιχων εκλογικών νόμων-ήταν η διασφάλιση κυβερνητικής και πολιτικής σταθερότητας. Από την άλλη μεριά η Απλή Αναλογική (Α.Α) υπήρξε πάγιο αίτημα των μικρών κομμάτων που σωστά θεωρούσαν ότι αδικούνται καθώς εκφράζονται -διαχρονικώς- στη Βουλή με μικρότερο αριθμό βουλευτών από αυτόν που αντιστοιχεί στον αριθμό των ψηφοφόρων τους.
Η εμπειρία της μεταπολίτευσης καταδεικνύει ότι, όντως, είχαμε τη μεγαλύτερη περίοδο δημοκρατικής πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα και η οποία, ασφαλώς, συνδέεται με τους ισχύσαντες εκλογικούς νόμους. Αυτή καθεαυτή, όμως, η πολιτική σταθερότητα δεν διασφάλισε -παρά την πρόοδο και τα επιτεύγματα που υπήρξαν σε διάφορους τομείς- ότι δεν θα αναπτυχθούν ποικιλώνυμοι εκφυλισμοί και ότι δεν θα καταλήξουμε στη χρεοκοπία.
Και τούτο συνέβη διότι τα -προσωποπαγή και δίχως ουσιαστική εσωτερική δημοκρατία- κόμματα εξουσίας μετεξελίχθηκαν πολύ γρήγορα σε μηχανισμούς «παρεών» και συσπειρώσεων, στη βάση δήθεν ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών, όπου κουμάντο έκαναν ιδιοτελείς άνθρωποι, χαμηλών προδιαγραφών, που σπανίως είχαν διακριθεί στην κοινωνία για την επαγγελματική ή την επιστημονική τους αξία. Προφανώς, όλα αυτά τα καλόπαιδα περισσότερο νοιάζονταν για την εσωκομματική υπερίσχυση, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για αυτούς σε εξουσία και χρήμα, παρά για το καλό της χώρας ή για τη Δημοκρατία. Πολλές φορές, μάλιστα, οι εσωκομματικές ίντριγκες και οι πρακτικές υπονόμευσης της μιας «φράξιας» ενάντια στην άλλη έφθαναν στα όρια της πολιτικής και κάποιες φορές της προσωπικής εξόντωσης.
Όμως, η χρεοκοπία και η περίοδος της κρίσης έφερε τα πάνω κάτω, οδήγησε στη ραγδαία συρρίκνωση των έως τότε κομμάτων εξουσίας και έφερε στο προσκήνιο νέες δυνάμεις. Δημιουργήθηκε, επιπροσθέτως, η ανάγκη συνεργασιών μεταξύ τους: η συγκυβέρνηση Ν.Δ. / ΠΑΣΟΚ πρώτα και η μετέπειτα των ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ προσέφεραν, επίσης, πολιτική σταθερότητα υπό την αναγκαστική, μάλιστα, και καταστροφική γι’ αυτά εφαρμοζόμενη πολιτική των μνημονίων. Προέκυψε, με άλλα λόγια, ως θετική εξέλιξη και με τη «φιλική» καθοδήγηση των Ευρωπαίων εταίρων, η «κουλτούρα» των πολιτικών συνεργασιών.
Είναι βέβαιο, πως, για να λειτουργήσει το πολιτικό μας σύστημα (και οποιασδήποτε χώρας) σε συνθήκες Απλής Αναλογικής, απαιτείται πλεόνασμα πολιτικής και -ας μας επιτραπεί η έκφραση- πολιτισμικής ωριμότητας. Διότι αυτά τα δύο αποτελούν προϋπόθεση για ουσιαστικές συγκλίσεις, για συνεργασίες αλλά και για την «ειρηνική» συνύπαρξη των πολιτικών σχηματισμών μακριά από τεχνητές πολώσεις που διαιρούν τους πολίτες σε «πράσινους» και «βένετους». Τουναντίον, οι διμερείς ή, ενδεχομένως, οι πολυμερείς κυβερνητικές συνεργασίες θα επιδρούσαν ευεργετικά σε ζητήματα διαφάνειας κατά την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής και θα περιόριζαν τη δημαγωγική ρητορική των μικρότερων, αλλά και των μεγαλύτερων κομμάτων.
Μετά από το τέλος των «μνημονίων» είχαμε τη δικαιολογημένη προσδοκία πως οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας θα είχαν διδαχθεί από τα παθήματα και θα ωρίμαζαν στην κατεύθυνση των βιώσιμων, μεταξύ τους, συνεργασιών. Πιστέψαμε, επιπλέον, ότι θα είχαν την αναγκαία αυτοπεποίθηση, αλλά και την πολιτική ευφυΐα να κυβερνήσουν τη χώρα, όχι με βάση τα «δώρα» που προσφέρουν οι άδικοι εκλογικοί νόμοι, οι οποίοι, πέραν των άλλων, προσδίδουν στους «δωρολήπτες» αλαζονεία και έπαρση, αλλά στη βάση των αρχών της καλής συνεννόησης, της κατανόησης και της ομαλής δημοκρατικής συνύπαρξης.
Δυστυχώς, η εκδηλωθείσα, προσφάτως, πρόθεση για αλλαγή και πάλι του εκλογικού νόμου και η προδιαγεγραμμένη αποδοχή της από δυνάμεις που, καταρχάς, δεν φαίνεται να ωφελούνται από την ενισχυμένη αναλογική γεννάει ερωτηματικά και δεν επιτρέπει να αισιοδοξούμε. Ιδιαιτέρως, όταν αυτές οι δυνάμεις «συνέπραξαν» σε κυβερνητικά σχήματα με πολιτικούς αντιπάλους και όταν γνωρίζουν πως, στις υπάρχουσες συνθήκες, το εγχείρημα αλλαγής του εκλογικού συστήματος κινείται στην-πάντοτε επίφοβη-οριογραμμή των συνταγματικώς καθορισμένων.
Από τον Δημήτρη Νούλα, χημικό