Στις σελίδες του έργου ο Πλάτωνας θέτει το εξής θεμελιώδες ερώτημα: Οι άνθρωποι είναι δίκαιοι και ηθικοί επειδή έτσι νιώθουν ή επειδή φοβούνται τις επιπτώσεις των νόμων που επιβάλλουν κυρώσεις; Ποια είναι η συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στους νόμους όταν αποκτούν ξαφνικά εξουσία;
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης (Πολιτεία-359b-360b) ο Γλαύκωνας που συνομιλεί με τον Σωκράτη αναφέρει τον περίφημο μύθο του Γύγη. Ο Γύγης ήταν ένας απλός βοσκός στην υπηρεσία του βασιλιά της Λυδίας. Ήταν δίκαιος, δεν ενοχλούσε τους άλλους βοσκούς και απέδιδε πάντα τους φόρους του στον βασιλιά. Κάποια μέρα όμως μετά από σεισμό, στη γη άνοιξε ένα τεράστιο χάσμα. Ο Γύγης μπήκε μέσα σ΄ αυτό και βρήκε ένα νεκρό άνθρωπο που το μόνο που είχε πάνω του ήταν ένα δαχτυλίδι, το οποίο και πήρε μαζί του. Το βράδυ όταν κάθισε μαζί με τους άλλους βοσκούς, παρατήρησε ότι όταν έστρεφε την πέτρα του δαχτυλιδιού προς το εσωτερικό της παλάμης γινόταν αόρατος και όταν την έστρεφε προς την εξωτερική πλευρά ορατός. Εκμεταλλευόμενος αυτή τη δύναμη του δαχτυλιδιού, μπήκε στο παλάτι, δημιούργησε δεσμό με τη βασίλισσα και μαζί σκότωσαν τον βασιλιά και ο Γύγης πήρε τη θέση του.
Κατά τον Γλαύκωνα ο μύθος αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι υπακούν στους νόμους επειδή εξαναγκάζονται από τον φόβο της τιμωρίας και ότι όταν τους δοθεί η δυνατότητα να διαπράξουν αδίκημα χωρίς να τιμωρηθούν, τότε θα το κάνουν. Αντίθετα ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι κανείς δεν πρέπει να γίνεται άδικος, ακόμη και όταν μπορεί. Γι’ αυτόν κάθε αρετή που δεν φωτίζεται από τη δικαιοσύνη δεν έχει καμία αξία. Ο Γύγης αδίκησε όταν απέκτησε εξουσία επειδή δεν είχε διαπαιδαγωγηθεί έτσι ώστε να νιώθει ότι αυτό που κάνει είναι άδικο και ότι καταστρέφει τον εαυτό του.
Διαβάζοντας τον παραπάνω μύθο του Γύγη, είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν με την άποψη του Γλαύκωνα, ενώ κάποιοι από εμάς θα φέρουν στο μυαλό τους προσωπικές εμπειρίες γνωστών τους, που όταν απέκτησαν μια διοικητική θέση, εξουσία, χρήματα, άλλαξαν συμπεριφορά και που ενώ παραβίασαν μια πληθώρα νόμων κατάφεραν να μην τιμωρηθούν.
Το τραγικό είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι χαίρουν εκτίμησης, αναγνώρισης και αποδοχής από την υπόλοιπη κοινωνία. Είναι αυτή η περίφημη ελληνικότατη φράση «μπράβο του αφού τα κατάφερε», που δικαιολογεί την καταπάτηση των νόμων. Έχουμε δημιουργήσει μια κοινωνία που ο καθένας προσπαθεί να ικανοποιήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες με όποιον τρόπο μπορεί, ακόμη και σε βάρος άλλων συνανθρώπων, αρκεί να μην υποστεί συνέπειες. Για παράδειγμα δεν πληρώνουμε τους φόρους μας, οικειοποιούμαστε τα χρήματα και μετά κατηγορούμε την Πολιτεία γιατί δεν κάνει έργα υποδομών. Ενώ όταν κάποια στιγμή κατηγορούμαστε για φοροδιαφυγή, δικαιολογούμαστε με την φράση ότι όλοι τα ίδια κάνουν. Δυστυχώς πρόκειται για μια νοοτροπία που έχει εγκατασταθεί στη λειτουργία την κοινωνίας και παρουσιάζεται ως αντίληψη από τους πιο υψηλά ιστάμενους μέχρι τους πιο χαμηλά στην κοινωνική κλίμακα. Έχουμε φτάσει σ’ ένα σημείο που ενώ έχουμε ένα από τα πιο ολοκληρωμένα νομικά συστήματα παγκοσμίως, κανείς δεν υπακούει τους νόμους. Την ίδια στιγμή θαυμάζουμε και επικροτούμε χώρες της Δυτικής Ευρώπης για το επίπεδο τήρησης των νόμων από τους πολίτες τους.
Η τήρηση των νόμων είναι καθαρά θέμα διαπαιδαγώγησης. Είναι κάτι που μαθαίνεται, διδάσκεται και γίνεται συνειδητή επιλογή από τους πολίτες. Εξίσου σημαντική είναι και η εφαρμογή των νόμων ως προς την απόδοση ευθυνών- τιμωρίας σε όλους ανεξαιρέτως τους παραβάτες. Τέλος, ειδικά όσοι βρίσκονται σε υψηλές θέσεις εξουσίας θα πρέπει να θυμούνται το εξής: την κοινωνία δεν την αλλάζουν τα λόγια, αλλά το έμπρακτο παράδειγμα που στηρίζεται στη σωστή ερμηνεία του νόμου.
Από τον Νίκο Τάχατο, φιλόλογο