Είναι γεγονός ότι η οικονομική και πολιτική συγκυρία στη χώρα μετά τη δεκάχρονη περιδίνησή της στο καθεστώς των μνημονίων και του ασφυκτικού οικονομικού ελέγχου των ξένων επέβαλε την παρουσία στην κυβέρνηση σημαντικού αριθμού εξωκοινοβουλευτικών ανδρών αλλά και τεχνοκρατών.
Ο κ. Μητσοτάκης προχώρησε σε αυτή την επιλογή συνειδητά επενδύοντας περισσότερο στην εξειδίκευση και την τεχνογνωσία των συνεργατών του και λιγότερο στις διοικητικές ικανότητες ενός δοκιμασμένου και έμπειρου πολιτικού προσωπικού. Ενήργησε δηλαδή με όρους πολιτικού μάνατζμεντ τοποθετώντας σε επίκαιρες θέσεις ανθρώπους που μπορούν να κάνουν τη δουλειά. Αρκεί, βέβαια, αυτό να αποδειχτεί και στην πράξη.
Προφανώς και η επιλογή του πρωθυπουργού δεν είναι χωρίς ρίσκο. Η διαχείριση της εξουσίας σε ένα πολιτικό σύστημα με τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν διαχρονικά το ελληνικό απαιτεί σύνθετες δεξιότητες που δεν περιορίζονται μόνο στον τομέα της εξειδίκευσης.
Ειδικότερα, τα νέα στελέχη που επανδρώνουν την κυβέρνηση και δεν προέρχονται από τον χώρο της πολιτικής θα πρέπει να αναπτύξουν κατάλληλες επικοινωνιακές δεξιότητες ώστε να αποφεύγουν τις κακοτοπιές και σε κάποιες περιπτώσεις να ελέγχουν ένα «δυσώδες» και κακόβουλο παρασκήνιο. Ως αντιστάθμισμα, η κυβέρνηση διαθέτει «νωπή» λαϊκή εντολή και ο νέος πρωθυπουργός αδαπάνητο πολιτικό κεφάλαιο.
Η σημειολογία, ωστόσο, πίσω από την επιλογή των νέων προσώπων για τη συγκρότηση του υπουργικού συμβουλίου αποτυπώνεται στην απαίτηση για μεταρρυθμίσεις, που θα αναφέρονται, σύμφωνα με τα λεγόμενα του νέου πρωθυπουργού, σε μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων, με πρόταγμα τις επενδύσεις, τη μείωση της ανεργίας και τον περιορισμό της επιβολής φόρων.
Εάν, λοιπόν, θα επιτύχει στο έργο της η «καινοφανής» για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη θα φανεί στην πορεία. Τα πρώτα δείγματα, ωστόσο, μαρτυρούν ανθρώπους που δεν είναι απαράσκευοι για το έργο που κλήθηκαν να περατώσουν και έχουν κάποια εικόνα της πραγματικής κατάστασης.
Στη διαχρονική, πάντως, πορεία του ελληνικού κράτους έγιναν αρκετές προσπάθειες εκσυγχρονισμού του από πολιτικούς που ανέλαβαν τα ηνία της χώρας και επαγγέλθηκαν κάτι τέτοιο. Η φήμη του εκσυγχρονιστή, για παράδειγμα, συνοδεύει ακόμη τον πρώην πρωθυπουργό κ. Κωνσταντίνο Σημίτη, από το κόμμα του οποίου, ή μάλλον από το απολειφάδι του, ο νυν πρωθυπουργός άντλησε στελέχη και τεχνογνωσία.
Κατά τη γνώμη μου, εκείνος στον οποίο ανήκει δικαιωματικά ο χαρακτηρισμός του μεταρρυθμιστή, τηρουμένων των αναλογιών κάθε εποχής και παρά το άδοξο τέλος της διακυβέρνησης και του βίου του, είναι ο Μεσολογγίτης πολιτικός Χαρίλαος Τρικούπης, που κυβέρνησε τη χώρα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα σε συνθήκες δικομματισμού ανάλογου με αυτόν που μας προέκυψε τελευταία…
Σε επίπεδο νοοτροπιών και λιγότερο αποτελεσματικότητας ο Τρικούπης ξεπέρασε και αυτόν τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αν και ο τελευταίος είχε στραμμένο το βλέμμα του περισσότερο στην επίτευξη της εθνικής ολοκλήρωσης και την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας.
Αναμφίβολα, ο κ. Μητσοτάκης δεν προτίθεται να αντιγράψει κάποιον από τους προκατόχους του στην άσκηση της διακυβέρνησης της χώρας, ούτε καν τον πατέρα του, που έζησε σε άλλη εποχή και διέθετε διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από εκείνον.
Από το σύνθετο κράμα προσωπικοτήτων που έφτιαξε για τη σύνθεση της πρώτης του κυβέρνησης μάλλον φαίνεται ότι ο κ. Μητσοτάκης ρέπει προς την καινοτομία και την πρωτοτυπία… Ας ελπίσουμε ότι θα αποδειχτεί και αποτελεσματικός μεταρρυθμιστής.
Από τον Βασίλη Πλατή, φιλόλογο-δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.