Ήταν πρεσβύτερος των ιερέων του Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών και υπεύθυνος για την ερμηνεία των χρησμών της Πυθίας, αξίωμα που υπηρέτησε για 29 χρόνια μέχρι τον θάνατό του. Ήταν πολυγραφότατος και τα πιο γνωστά του έργα είναι Βίοι Παράλληλοι και Ηθικά. Μια από τις πιο διάσημες φράσεις του είναι η εξής: Το μυαλό δεν είναι ένα δοχείο που πρέπει να γεμίσει, αλλά μια φωτιά που πρέπει να ανάψει.
Ουσιαστικά ο Πλούταρχος περιέγραψε με έναν πολύ παραστατικό τρόπο το πρόβλημα της συσσώρευσης γνώσεων από τη μια πλευρά και της ουσιαστικής διαδικασίας της σκέψης από την άλλη. Με τον όρο σκέψη αναφερόμαστε στις ιδέες ή στη διάταξη ιδεών, που επιτρέπουν στον άνθρωπο να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τον κόσμο που τον περιβάλλει. Πρόκειται λοιπόν για μια διαδικασία εξαιρετικά σημαντική για τις ανάγκες, τους στόχους, τις επιθυμίες και την επίτευξη των στόχων.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι η διαδικασία της σκέψης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την απόκτηση γνώσεων, κάτι που σημαίνει ότι όσο περισσότερες γνώσεις έχουμε, τόσο καλύτερα μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο, τα προβλήματά μας και να βρούμε λύσεις, ατομικά και κοινωνικά. Γι’ αυτό και συχνά λέμε και είναι σωστό ότι: η γνώση είναι δύναμη. Πότε όμως η γνώση είναι δύναμη; Οταν επιτρέπει τη μέσω της σκέψης λύση προβλημάτων, παραγωγή πολιτισμού, προώθηση αξιών, βελτίωση της ατομικής και κοινωνικής ζωής.
Πώς λοιπόν να μην αποτελεί παράδοξο το σημερινό φαινόμενο, από τη μια να ζούμε στην εποχή της πληροφορίας και από την άλλη να έχουμε δημιουργήσει μια κοινωνία μη σκέψης, κάτι που φαίνεται αν παρατηρήσει κανείς τα σύνθετα και σημαντικά προβλήματα των σημερινών ανθρώπων και κυρίως των νέων; Η αντιφατική αυτή κατάσταση οφείλεται στο γεγονός ότι έχουμε αντιμετωπίσει, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, το μυαλό των ανθρώπων ως ένα δοχείο που πρέπει να γεμίσει με στείρες γνώσεις. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Ανθρωποι με τεράστιες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, «κινητές βιβλιοθήκες» αλλά με άλυτα προσωπικά προβλήματα και με αδυναμία να προτείνουν λύσεις ή να λειτουργήσουν ως καθοδηγητές για τους συνανθρώπους τους. Σχεδόν όλοι μας κάποια στιγμή έχουμε γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους που εντυπωσιάζουν με τις γνώσεις τους και συχνά έχουν και έπαρση, αλλά είναι κενοί ουσιαστικού περιεχομένου και συνεπώς δεν μπορούν να λύσουν ούτε καν τα δικά τους προβλήματα.
Οι αιτίες του φαινομένου βρίσκονται κυρίως στην οικογένεια και στο σχολείο. Εξακολουθούμε να έχουμε ένα σχολείο που ωθεί τους μαθητές στη στείρα αποστήθιση και την λεγόμενη παπαγαλία. Αυτή η μηχανική μάθηση αφαιρεί από τα παιδιά κάθε δημιουργική και απελευθερωμένη σκέψη. Ενώ τα παιδιά θα έπρεπε να μάθουν να σκέφτονται, να συνδυάζουν πληροφορίες, να καλλιεργούν την κριτική ικανότητα, απλά αποθηκεύουν και αναπαράγουν γνώσεις. Προς τη σωστή κατεύθυνση βέβαια κινούνται οι εργασίες που αναλαμβάνουν να κάνουν ομαδικά οι μαθητές κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους. Αυτή η ενεργητική μάθηση τονώνει την αυτοπεποίθηση των μαθητών γιατί εμπεδώνουν τις γνώσεις και βοηθά στην κοινωνικοποίησή τους. Θα ήταν συνεπώς σωστό να επενδύσουμε περισσότερο στις ομαδικές εργασίες των μαθητών, μιας και αποδεδειγμένα έχουν ουσιαστικό και μόνιμο αποτέλεσμα στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης. Και ο ρόλος όμως των γονέων είναι σημαντικός. Έλεγχος της χρήσης του κινητού τηλεφώνου και του υπολογιστή από τη μια πλευρά και περισσότερη συζήτηση, πρωτοβουλία και ενθάρρυνση των παιδιών από την άλλη, είναι αυτό που οφείλουν να κάνουν.
Τελειώνοντας, αξίζει να θυμηθούμε και ένα περιστατικό που συνέβη ανάμεσα στον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας και στον Αριστοτέλη, την εποχή που ο φιλόσοφος είχε αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του νεαρού Αλεξάνδρου και των συνομηλίκων του στην περιοχή της Μίεζας το 343 π.Χ. Μετά από κάποιους μήνες, ο Φίλιππος αποφάσισε να επισκεφτεί την Μίεζα για να δει ο ίδιος τι είχε μάθει ο νεαρός Αλέξανδρος και τα άλλα παιδιά κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας. Όταν έφτασε στην περιοχή, ρώτησε τον Αριστοτέλη τι διδάσκει-μαθαίνει στους μαθητές του. Η απάντηση του φιλοσόφου ήταν αποστομωτική: τους μαθαίνω να σκέφτονται.
Από τον Νίκο Τάχατο, φιλόλογο