Ξεχνάμε πόσο σύντομη είναι και πόσα ωραία πράγματα υπάρχουν γύρω μας, που μας καλούν να τους δώσουμε προτεραιότητα. Σήμερα, είναι μια ολόλαμπρη μέρα. Απέναντί μου, το βουνό μας, ο Κίσσαβος, είναι καταστόλιστος με το πράσινο χαλί του, κατάστικτος από κίτρινες ζωηρές πινελιές των σπαρτών.
Οι συνέπειες της μεγάλης πυρκαγιάς που πριν από κάμποσα χρόνια αφάνισε τη δασική βλάστηση στη νότια πλευρά του Κισσάβου, δεν είναι ορατές πλέον. Η φύση αποκατέστησε τη ζημιά και το βουνό από την πλευρά της Αγιάς είναι «χάρμα ιδέσθαι».
Είναι μια πρόκληση που σε παροτρύνει να επισκεφτείς αυτές τις ομορφιές από κοντά, για να αναπνεύσεις τις μυρωδιές του δάσους. Η πρόκληση είναι μεγάλη και αποφασίζω να προσεγγίσω τις πλαγιές του βουνού από την πλευρά του χωριού Νερόμυλοι.
Ο δρόμος έξω από το χωριό με οδηγεί στα δύο μεγάλα υδροτριβεία που λειτουργούν από πολλά χρόνια από οικογένειες των Νερομύλων με άριστο τρόπο. Η λειτουργία τους γίνεται με το άφθονο νερό που κατεβαίνει από τις πλαγιές του βουνού και δεν στερεύει ποτέ.
Συνεχίζω δίπλα από την όχθη του ποταμού, όπου υπάρχει δρόμος μέσα σε πυκνή βλάστηση πλατάνων. Μετά από λίγο, ο δρόμος γίνεται μονοπάτι πολύ στενό. Προχωράω με δυσκολία, ενώ κάτω από τα πόδια μου χάσκει ο γκρεμός που καταλήγει στην κοίτη του ποταμού. Το νερό τρέχει με δυνατό παφλασμό που φτάνει ψηλά, αντιβουίζοντας στις πλαγιές. Στο ψηλότερο κλαδί ενός δένδρου, ένας αρσενικός κότσυφας με τη μαύρη «φορεσιά» του, τραγουδάει για τη θηλυκιά σύντροφό του, που κάπου εκεί κοντά κλωσάει τα αυγά τους. Κάθομαι και τον ακούω εκστασιασμένος. Λίγες φωνές στον κόσμο έχουν αυτό το θεϊκό χάρισμα, όπως αυτό του κότσυφα.
Μετά από προσπάθεια, ακροπατώντας στο μονοπάτι, φθάνω στο σημείο που καταλήγει στην κοίτη του ποταμού. Δεν υπάρχει δρόμος ή μονοπάτι παραπέρα. Είναι αδύνατο να προχωρήσεις. Απότομες πλαγιές και αδιαπέραστη βλάστηση, κάνουν την πρόσβαση αδύνατη. Δεξιά υπάρχει δάσος πεύκης και αριστερά πυκνά αείφυλλα πλατύφυλλα. Μερικά πεύκα στην κορυφογραμμή μοιάζουν με φρουρούς του δάσους ή σαν προσκυνητές που απλώνουν τα χέρια τους στον ουρανό.
Ξαφνικά, η σκέψη μου ταξιδεύει στο παρελθόν, σαράντα-σαράντα πέντε χρόνια πίσω. Μα ναι!.. Αυτή η τεράστια χαράδρωση ακούει στο όνομα «Διαβολόρεμμα». Είναι αυτή, που πεζοπορώντας από το Μεγαλόβρυσο, προς Ανατολή, όντας δασικός υπάλληλος, χάθηκα μέσα στο ρέμα και στην αδιαπέραστη βλάστηση. Τότε, υπήρχε μόνο ένα μονοπάτι, το οποίο δεν ήταν σε καλή κατάσταση και ήταν εύκολο να χαθείς. Ήταν καλοκαίρι με υψηλή θερμοκρασία και τρόμαξα να φτάσω σε κακή κατάσταση στο Μεταξοχώρι και όχι στην Ανατολή.
Κοιτάζω με δέος την απότομη χαράδρωση. Δεν πρέπει να υποτιμούμε το βουνό. Μας αγαπάει, μας δίνει τις χαρές του, αλλά πρέπει να σεβόμαστε τη μεγαλοσύνη του.
Ψηλά, βαθιά στις πυκνές φυλλωσιές του «Διαβολορέμματος», ακούγεται η φωνή ενός αγριοκόκκορα. Αχνά, σχεδόν απόκοσμα φτάνει σε μένα. Δεν φοβάται το πέταγμα ενός γερακιού που κάνει κύκλους στον ουρανό, αφού η πυκνή βλάστηση τον προστατεύει.
Είναι ώρα να επιστρέψω. Ευτυχής, ευχαριστώ το βουνό, το δάσος, τα πουλιά για όσα μου χάρισαν σήμερα, έστω και με μια κακή ανάμνηση.
Επιστρέφοντας, έρχεται στον νου μου η απελπισμένη φωνή του Κώστα Κρυστάλλη, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τους στίχους του: Πάρε με πάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος… Οι κακουχίες του κάμπου, κατέστρεψαν ανεπανόρθωτα την υγεία του.
Από τον Σωτήρη Απ. Παπαποστόλου, συνταξιούχο δασοπόνο