Το δικαίωμα αυτό δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένο στη σύγχρονη ελληνική έννομη τάξη, αν και η νομολογία και η νομοθετική παραγωγή φαίνεται να το λαμβάνουν υπόψη, χωρίς ωστόσο να διασαφηνίζεται πλήρως το περιεχόμενό του πλην ελαχίστων περιπτώσεων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον νόμο 4301/2014 (ΦΕΚ Α 223/7-10-2014) «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις», ο οποίος εισάγει στην ελληνική έννομη τάξη δύο νέες μορφές νομικής προσωπικότητας θρησκευτικού χαρακτήρα που μπορούν να λάβουν θρησκευτικές ενώσεις υπό προϋποθέσεις, γεγονός που εξυπηρετεί το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού τους. Σε ανάλογο πλαίσιο βρίσκεται και το καθεστώς ίδρυσης εκκλησιαστικών ιδρυμάτων από τις Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως εισήχθη στον Καταστατικό της Χάρτη με το άρθρο 68 παρ.1 υποπαρ. 3 ν. 4235/2014, ΦΕΚ Α΄ 32/11.2.2014 (βλ. και αιτιολογική έκθεση της οικείας τροπολογίας στο σχέδιο νόμου).
Εκ των ανωτέρω διαφαίνεται ότι το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτονομίας ως συλλογικό δικαίωμα βρίσκεται ακριβώς στο μεταίχμιο δύο δικαιοταξιών: της πολιτειακής και της θρησκευτικής. Είναι δε η βάση του διαλόγου της λειτουργίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε σχέση με τα θρησκεύματα. Η τελευταία, μάλλον αποτελεί την απάντηση στη συζήτηση για τις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας. Ήδη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως σήμερα, διατηρείται ανοιχτή η εν λόγω συζήτηση, η οποία, ωστόσο, διενεργείται κάθε φορά σε διαφορετικά ιστορικοπολιτικά περιβάλλοντα. Οι διατυπωθείσες απόψεις, επηρεαζόμενες από τις εκάστοτε ιστορικές ή και οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές συνθήκες, κατατείνουν είτε προς τον πλήρη συσχετισμό των δύο θεσμών είτε προς τον πλήρη διαχωρισμό τους, χωρίς, ωστόσο, να έχει διερευνηθεί επαρκώς η θέση του θρησκευτικού φαινομένου στον σύγχρονο δημόσιο χώρο. Διαφορετική για παράδειγμα ήταν η ελληνική δημόσια σφαίρα το 1945, κατά την περίοδο όπου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός διετέλεσε Πρωθυπουργός της χώρας για διάστημα περίπου δύο εβδομάδων, διαφορετική είναι η ελληνική δημόσια σφαίρα υπό το πρίσμα της ανάπτυξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η σημασία αυτής της συζήτησης φαίνεται και από τις πρόσφατες θέσεις που διατυπώθηκαν με αφορμή τη συνταγματική αναθεώρηση στο κομμάτι των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας (βλ. αιτιολογική έκθεση πρότασης (αρ.πρωτ.4636/2.11.2018) του Προέδρου και των Βουλευτών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, σύμφωνα με τα άρθρα 110 του Συντάγματος και 119 του Κανονισμού της Βουλής). Το ζητούμενο δηλαδή πλέον δεν είναι ένας πολιτικός διάλογος σε σχέση με τη θέση της Εκκλησίας ή των θρησκευμάτων απέναντι στο κράτος ή το αντίστροφο, αλλά πολύ περισσότερο η θέση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ρύθμιση του θρησκευτικού φαινομένου, καθώς και η δικαιολογητική βάση αυτής.
Επομένως: α) οι πολυσυζητημένες σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας είναι απαραίτητο πλέον να ενσωματωθούν στον ευρύτερο διάλογο σχετικά με τα όρια της θρησκευτικής αυτονομίας τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, β) το κράτος – ρυθμιστής οφείλει να έχει μια συγκεκριμένη ταυτότητα ως προς τη ρύθμιση του θρησκευτικού φαινομένου στο εσωτερικό του, χωρίς αυτή να αλλοιώνεται από τις εκάστοτε εξωτερικές ή εσωτερικές πολιτικές συνθήκες, γ) η ως άνω ταυτότητα δεν μπορεί να μένει ανεπηρέαστη από τον δικαϊκό πολιτισμό του κράτους, ο οποίος ενδεχομένως να επηρεάζει την εφαρμογή του δικαιώματος της θρησκευτικής αυτοοργάνωσης, χωρίς να θίγεται η θρησκευτική ισότητα.
* Από τις Ελένη Μ. Παλιούρα, Μαρία-Ωραιοζήλη Κουτσουπιά
* Η Ελένη Μ. Παλιούρα είναι δικηγόρος, ΜΔΕ Εκκλησιαστικού Δικαίου ΕΚΠΑ
* Η Μαρία-Ωραιοζήλη Κουτσουπιά είναι δικηγόρος, υπ. ΔΝ Δημοσίου Δικαίου ΕΚΠΑ